ἐπιπομπεύω: Difference between revisions
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
(13) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιπομπεύω]] (Α) [[πομπεύω]]<br />[[τελώ]] [[πομπή]], [[κάνω]] θρίαμβο, και [[επομένως]] [[χαίρομαι]], [[πανηγυρίζω]] («ταῑς τῆς πατρίδος ἐπιπομπεύειν συμφοραῑς», <b>Πλούτ.</b>). | |mltxt=[[ἐπιπομπεύω]] (Α) [[πομπεύω]]<br />[[τελώ]] [[πομπή]], [[κάνω]] θρίαμβο, και [[επομένως]] [[χαίρομαι]], [[πανηγυρίζω]] («ταῑς τῆς πατρίδος ἐπιπομπεύειν συμφοραῑς», <b>Πλούτ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπιπομπεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[θριαμβεύω]], <i>τινί</i>, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:56, 30 December 2018
English (LSJ)
A triumph over, ταῖς τῆς πατρίδος συμφοραῖς Plu.Caes. 56.
German (Pape)
[Seite 972] worüber triumphiren, ταῖς πατρίδος συμφοραῖς Plut. Caes. 56.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπομπεύω: ἐμπομπεύω, πομπεύω ἐπί τινι, ταῖς πατρίδος ἐπιπομπεύειν συμφοραῖς οὐ καλῶς εἶχεν Πλουτ. Καῖσ. 56.
French (Bailly abrégé)
triompher sur, triompher de, τινι.
Étymologie: ἐπί, πομπεύω.
Greek Monolingual
ἐπιπομπεύω (Α) πομπεύω
τελώ πομπή, κάνω θρίαμβο, και επομένως χαίρομαι, πανηγυρίζω («ταῑς τῆς πατρίδος ἐπιπομπεύειν συμφοραῑς», Πλούτ.).
Greek Monotonic
ἐπιπομπεύω: μέλ. -σω, θριαμβεύω, τινί, σε Πλούτ.