ἐπιπόλιος: Difference between revisions
From LSJ
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
(13) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιπόλιος]], -ον (Α) [[πολιός]]<br />αυτός που άρχισε να ασπρίζει, ο γκριζομάλλης. | |mltxt=[[ἐπιπόλιος]], -ον (Α) [[πολιός]]<br />αυτός που άρχισε να ασπρίζει, ο γκριζομάλλης. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιπόλιος:''' седеющий, с проседью Dem. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A growing grey, grizzled, D.54.34.
German (Pape)
[Seite 972] dem Graukopf nahe, grau werdend, Dem. 54, 34.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπόλῐος: -ον, ὁ ἀρχίζων νὰ γίνηται πολιός, Δημ. 1267. 21.
Greek Monolingual
ἐπιπόλιος, -ον (Α) πολιός
αυτός που άρχισε να ασπρίζει, ο γκριζομάλλης.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπόλιος: седеющий, с проседью Dem.