ἐπιπόλιος

English (LSJ)

ἐπιπόλιον, growing grey, grizzled, D.54.34.

German (Pape)

[Seite 972] dem Graukopf nahe, grau werdend, Dem. 54, 34.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπόλιος: седеющий, с проседью Dem.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπόλῐος: -ον, ὁ ἀρχίζων νὰ γίνηται πολιός, Δημ. 1267. 21.

Greek Monolingual

ἐπιπόλιος, -ον (Α) πολιός
αυτός που άρχισε να ασπρίζει, ο γκριζομάλλης.