ἐνθυμιστός: Difference between revisions

From LSJ

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source
(12)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνθυμιστός]], -ή, -όν (Α) [[ενθυμίζω]]<br />ενθύμιος, αυτός που βρίσκεται ως [[βάρος]], ως [[τύψη]] στην [[ψυχή]], που τον παίρνει [[κανείς]] [[κατάκαρδα]].
|mltxt=[[ἐνθυμιστός]], -ή, -όν (Α) [[ενθυμίζω]]<br />ενθύμιος, αυτός που βρίσκεται ως [[βάρος]], ως [[τύψη]] στην [[ψυχή]], που τον παίρνει [[κανείς]] [[κατάκαρδα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐνθῡμιστός:''' -ή, -όν = [[ἐνθύμιος]], αυτός που παίρνεται [[κατάκαρδα]], σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 20:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνθῡμιστός Medium diacritics: ἐνθυμιστός Low diacritics: ενθυμιστός Capitals: ΕΝΘΥΜΙΣΤΟΣ
Transliteration A: enthymistós Transliteration B: enthymistos Transliteration C: enthymistos Beta Code: e)nqumisto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A taken to heart, ἐ. ποιεῖσθαι make a scruple of a thing, Hdt.2.175 (nisi leg. -ητόν).

German (Pape)

[Seite 843] dasselbe, ἐνθυμιστόν τι ποιεῖσθαι, Etwas zur Gewissenssache machen, Her. 2, 175.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνθῡμιστός: -ή, -όν, τὸν δὲ Ἄμασιν ἐνθυμιστὸν ποιησάμενον, ὁ δὲ Ἄμασις αἰσθανθεὶς τοῦτο κατάκαρδα ἢ θεωρήσας αὐτὸ ὡς κακὸν οἰωνόν, τὸ ὅτι δηλ. ἐστέναξεν ὁ ἀρχιτέκτων, Ἡρόδ. 2. 175, πρβλ. ἐνθύμιον ποιεῖσθαι ἐν λέξει: ἐνθύμιος.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
c. ἐνθύμιος.

Spanish (DGE)

-όν
1 inquieto, intranquilo ante la sospecha o el temor de haber cometido un acto sacrílego φασι ... τὸν δὲ Ἄμασιν ἐνθυμιστὸν ποιησάμενον ... Hdt.2.175 (cód.), cf. ἐνθυμιστόν· ὕποπτον Phot.ε 952.
2 neutr. subst. τὸ ἐ. sentimiento de remordimiento, temor o escrúpulo religioso motivado por un estado de impureza εἰ δὲ μή, ἐνθυμιστὸν αὐτῷ ἔστω Thasos 141.5 (IV a.C.), τῷ δὲ μὴ ἀπαρξαμένῳ καθότι προγέγραπται ἐνθυμιστὸν εἶναι Sokolowski 2.72A.5 (Tasos I a.C.).

Greek Monolingual

ἐνθυμιστός, -ή, -όν (Α) ενθυμίζω
ενθύμιος, αυτός που βρίσκεται ως βάρος, ως τύψη στην ψυχή, που τον παίρνει κανείς κατάκαρδα.

Greek Monotonic

ἐνθῡμιστός: -ή, -όν = ἐνθύμιος, αυτός που παίρνεται κατάκαρδα, σε Ηρόδ.