ἐκτάδην: Difference between revisions
(11) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>επίρρ.</b> (AM [[ἐκτάδην]] και μτγν<br />ἐκταδὸν και ποιητ. τ. [[ἐκταδά]])<br />κατ' [[έκταση]], φαρδιά πλατιά, ξαπλωτά («[[ἐκτεταμένως]], [[ἡπλωμένως]]», Σούδ.<br />«[[ἐκτάδην]] ἐκείμην ὑποβολιμαῑος ἀντ' ἐκείνου [[νεκρός]]» — ήμουν ξαπλωμένος [[καταγής]] [[νεκρός]] [[αντί]] για κείνον, Λουκ.). | |mltxt=<b>επίρρ.</b> (AM [[ἐκτάδην]] και μτγν<br />ἐκταδὸν και ποιητ. τ. [[ἐκταδά]])<br />κατ' [[έκταση]], φαρδιά πλατιά, ξαπλωτά («[[ἐκτεταμένως]], [[ἡπλωμένως]]», Σούδ.<br />«[[ἐκτάδην]] ἐκείμην ὑποβολιμαῑος ἀντ' ἐκείνου [[νεκρός]]» — ήμουν ξαπλωμένος [[καταγής]] [[νεκρός]] [[αντί]] για κείνον, Λουκ.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐκτάδην:''' [ᾰ], επίρρ. ([[ἐκτείνω]]), εκτεταμένα, απλωτά, φαρδιά-πλατιά, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:36, 30 December 2018
English (LSJ)
Adv., (ἐκτείνω)
A outstretched, ἐ. κεῖσθαι lie outstretched, i.e. dead, E. Ph.1698, Luc.DMort.7.2.
German (Pape)
[Seite 779] ausgestreckt, κεῖσθαι, von Todten, Eur. Phoen. 1692; Alciphr.; von Trunkenen u. Schlafenden, Luc. D. Hort. 7, 2; Alciphr. 3, 55.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτάδην: ᾰ, ἐπίρρ. (ἐκτείνω) «ἐκτεταμένως, ἡπλωμένως» Σουΐδ., τώδ’ ἐκτάδην σοι κεῖσθον ἀλλήλοιν πέλας (τὰ πτώματα τοῦ Ἐτεοκλέους καὶ Πολυνείκους) Εὐρ. Φοίν. 1698· ὁ μὲν ἔπινεν, ἐγὼ δὲ... ἐκτάδην ἐκείμην Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 7. 2.
French (Bailly abrégé)
adv.
en long, tout du long.
Étymologie: ἐκτείνω.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ᾰ-]
adv.
1 todo a lo largo, cuan largo es πίτνει E.Tr.463, de cadáveres τώδ' ἐ. ... κεῖσθον E.Ph.1698, cf. Luc.DMort.12.5, 17.2.
2 en tensión προβάλλει τε ἐκτάδην τὼ χεῖρε extiende ambas manos en tensión Hld.10.31.3, βοείοις δέρμασιν ἐ. ξυντεθειμέναι Men.Prot.40.2.
3 ret., subst. τὰ ἐ. extensión excesiva, prolijidad Longin.42.
Greek Monolingual
επίρρ. (AM ἐκτάδην και μτγν
ἐκταδὸν και ποιητ. τ. ἐκταδά)
κατ' έκταση, φαρδιά πλατιά, ξαπλωτά («ἐκτεταμένως, ἡπλωμένως», Σούδ.
«ἐκτάδην ἐκείμην ὑποβολιμαῑος ἀντ' ἐκείνου νεκρός» — ήμουν ξαπλωμένος καταγής νεκρός αντί για κείνον, Λουκ.).
Greek Monotonic
ἐκτάδην: [ᾰ], επίρρ. (ἐκτείνω), εκτεταμένα, απλωτά, φαρδιά-πλατιά, σε Ευρ.