ἔνυπνος: Difference between revisions
From LSJ
θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.
(12) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἔνυπνος]], -ον (Α)<br />[[ενύπνιος]], αυτός που συμβαίνει ή εμφανίζεται στον ύπνο («ἔμαθον ἔνυπνον ὀμμάτων ἐμῶν ὄψιν», <b>Ευρ.</b>). | |mltxt=[[ἔνυπνος]], -ον (Α)<br />[[ενύπνιος]], αυτός που συμβαίνει ή εμφανίζεται στον ύπνο («ἔμαθον ἔνυπνον ὀμμάτων ἐμῶν ὄψιν», <b>Ευρ.</b>). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔνυπνος:''' Aesch., Plut. = [[ἐνύπνιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A = ἐνύπνιος, φάντασμα Trag.Adesp.375 (anap.); ὄψις (prob. for ἐνύπνιον) E.Hec.703 Herm.
German (Pape)
[Seite 860] = ἐνύπνιος, φάντασμα poet. bei Plut. de supsrst. 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνυπνος: -ον, = ἐνύπνιος, Τραγ. παρὰ Πλουτ. 2. 166Α· ἴδε Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 401. καὶ Ἕρμανν. εἰς Ἑκάβ. 704.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
poét. c. ἐνύπνιος.
Spanish (DGE)
-ον
que aparece en los sueños φάντασμα Trag.Adesp.375
•de pers. en sueños, dormido ἔ. ἔτι ὢν ἀπήντησεν Arr.Epict.3.22.92.
Greek Monolingual
ἔνυπνος, -ον (Α)
ενύπνιος, αυτός που συμβαίνει ή εμφανίζεται στον ύπνο («ἔμαθον ἔνυπνον ὀμμάτων ἐμῶν ὄψιν», Ευρ.).
Russian (Dvoretsky)
ἔνυπνος: Aesch., Plut. = ἐνύπνιος.