ἐπισύνθεσις: Difference between revisions
From LSJ
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
(14) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπισύνθεσις]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[σύνδεση]], [[συναρμογή]]<br /><b>2.</b> [[σύνθεση]] στίχου από δύο κώλα διαφορετικού ρυθμού. | |mltxt=[[ἐπισύνθεσις]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[σύνδεση]], [[συναρμογή]]<br /><b>2.</b> [[σύνθεση]] στίχου από δύο κώλα διαφορετικού ρυθμού. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπισύνθεσις:''' εως ἡ присоединение, сложение (πλειόνων Sext.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:36, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A addition, Vett.Val.280.13, Herm.in Phdr.p.107 A. ; combination,S.E.M.1.22 ; τῶν μελῶν Longin.40.1 ; complexity, Marcellin.Puls.464.
German (Pape)
[Seite 987] ἡ, das Zusammensetzen u. Hinzufügen, ἡ πρὸς ἄλληλα Longin. subl. 10, a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισύνθεσις: -εως, ἡ, περαιτέρω σύνθεσις ἢ σύνδεσις, συναρμογή, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 22· ἡ πρὸς ἄλληλα ἐπ. Λογγῖν. 40. 1
Greek Monolingual
ἐπισύνθεσις, ἡ (Α)
1. σύνδεση, συναρμογή
2. σύνθεση στίχου από δύο κώλα διαφορετικού ρυθμού.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισύνθεσις: εως ἡ присоединение, сложение (πλειόνων Sext.).