ἐπινύμφειος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source
(13)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπινύμφειος]], -ον<br />θηλ. και ἐπινυμφείη (Α)<br />[[νυφικός]], [[γαμήλιος]] («οὔτ’ ἐπινύμφειός πώ μέ τις [[ὕμνος]] ὕμνησεν», <b>Σοφ.</b>).
|mltxt=[[ἐπινύμφειος]], -ον<br />θηλ. και ἐπινυμφείη (Α)<br />[[νυφικός]], [[γαμήλιος]] («οὔτ’ ἐπινύμφειός πώ μέ τις [[ὕμνος]] ὕμνησεν», <b>Σοφ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπινύμφειος:''' -ον, = το επόμ., σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 22:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπινύμφειος Medium diacritics: ἐπινύμφειος Low diacritics: επινύμφειος Capitals: ΕΠΙΝΥΜΦΕΙΟΣ
Transliteration A: epinýmpheios Transliteration B: epinympheios Transliteration C: epinymfeios Beta Code: e)pinu/mfeios

English (LSJ)

ον,

   A bridal, ὕμνος prob. in S.Ant.814(lyr.): fem. -είη Supp.Epigr.2.874 (nisi ἐπὶ νυμφείην).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπινύμφειος: -ον, = ἐπινυμφίδιος, ἐκ διορθώσεως τοῦ Δινδ. ἐν Σοφ. Ἀντ. 814.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nuptial.
Étymologie: ἐπί, νυμφεῖος.

Greek Monolingual

ἐπινύμφειος, -ον
θηλ. και ἐπινυμφείη (Α)
νυφικός, γαμήλιος («οὔτ’ ἐπινύμφειός πώ μέ τις ὕμνος ὕμνησεν», Σοφ.).

Greek Monotonic

ἐπινύμφειος: -ον, = το επόμ., σε Σοφ.