αδιάλλακτος: Difference between revisions
From LSJ
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀδιάλλακτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν διαλλάσσεται, δεν δέχεται [[συμφιλίωση]], [[ασυμβίβαστος]]. [[ασυμφιλίωτος]], [[άσπονδος]]<br /><b>2.</b> α [[μετάπειστος]], [[ανένδοτος]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀδιάλλακτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν διαλλάσσεται, δεν δέχεται [[συμφιλίωση]], [[ασυμβίβαστος]]. [[ασυμφιλίωτος]], [[άσπονδος]]<br /><b>2.</b> α [[μετάπειστος]], [[ανένδοτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>διαλλάττω</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ἀδιαλλαξία</i>, <i>ἀδιαλλακτικότητα</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:35, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀδιάλλακτος, -ον)
1. αυτός που δεν διαλλάσσεται, δεν δέχεται συμφιλίωση, ασυμβίβαστος. ασυμφιλίωτος, άσπονδος
2. α μετάπειστος, ανένδοτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + διαλλάττω.
ΠΑΡ. ἀδιαλλαξία, ἀδιαλλακτικότητα].