εὐπόλεμος: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐπόλεμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[πόλη]] ή για τη θεά Νίκη) δοξασμένος στον πόλεμο, [[νικητής]]<br /><b>2.</b> (για πολεμιστές) ο [[άξιος]], ο [[ικανός]] στον πόλεμο.
|mltxt=[[εὐπόλεμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[πόλη]] ή για τη θεά Νίκη) δοξασμένος στον πόλεμο, [[νικητής]]<br /><b>2.</b> (για πολεμιστές) ο [[άξιος]], ο [[ικανός]] στον πόλεμο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐπόλεμος:''' -ον, [[καλός]] στον πόλεμο, [[αξιόμαχος]], σε Ομηρ. Ύμν., Ξεν.
}}
}}

Revision as of 23:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπόλεμος Medium diacritics: εὐπόλεμος Low diacritics: ευπόλεμος Capitals: ΕΥΠΟΛΕΜΟΣ
Transliteration A: eupólemos Transliteration B: eupolemos Transliteration C: efpolemos Beta Code: eu)po/lemos

English (LSJ)

ον,

   A good at war, successful in war, Νίκη h.Mart.4; πόλις X.Vect.4.51 (Comp.), Oec.4.3; of warriors, APl.4.331 (Agath.). Adv. -μως skilfully, of an officer, D.C.78.38.

German (Pape)

[Seite 1089] gut, glücklich im Kriege; H. h. 7, 4; πόλις Xen. Vect. 4, 51; Sp., wie D. Cass.; Agath. 36 (Plan. 331); – τοὺς στρατιώτας εὐπολέμως διατάττειν D. Cass. 78, 38.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπόλεμος: -ον, ἱκανός, ἄξιος, εὐδόκιμος ἐν πολέμῳ, Νίκη Ὁμ. Ὕμν. 7. 4· πόλις Ξεν. 4, 51, Οἰκ. 4, 3· ἐπὶ πολεμιστῶν, Ἀνθ. Πλαν. 5. 331: ― Ἐπίρρ. -μως, ἐμπειροπολέμως, ὁ μὲν Γάννυς καὶ τὰ στενὰ... σπουδῇ προκατέλαβε καὶ τοὺς στρατιώτας εὐπολέμως διέταξε Δίων Κ. 78. 38.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
habile ou heureux à la guerre.
Étymologie: εὖ, πόλεμος.

Greek Monolingual

εὐπόλεμος, -ον (Α)
1. (για πόλη ή για τη θεά Νίκη) δοξασμένος στον πόλεμο, νικητής
2. (για πολεμιστές) ο άξιος, ο ικανός στον πόλεμο.

Greek Monotonic

εὐπόλεμος: -ον, καλός στον πόλεμο, αξιόμαχος, σε Ομηρ. Ύμν., Ξεν.