αισχρουργός: Difference between revisions

From LSJ

ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-όν (Α [[αἰσχρουργός]])<br />αυτός που κάνει αισχρές πράξεις, αναίσχυντος, [[φαύλος]], [[κακοήθης]]<br /><b>μσν.</b><br />(για πράξεις) [[ανήθικος]], [[αισχρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αἰσχρὸς</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>εργὸς</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αἰσχρουργία]], <i>αἰσχρουργῶ</i>].
|mltxt=-όν (Α [[αἰσχρουργός]])<br />αυτός που κάνει αισχρές πράξεις, αναίσχυντος, [[φαύλος]], [[κακοήθης]]<br /><b>μσν.</b><br />(για πράξεις) [[ανήθικος]], [[αισχρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αἰσχρὸς</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>εργὸς</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αἰσχρουργία]], <i>αἰσχρουργῶ</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:45, 29 December 2020

Greek Monolingual

-όν (Α αἰσχρουργός)
αυτός που κάνει αισχρές πράξεις, αναίσχυντος, φαύλος, κακοήθης
μσν.
(για πράξεις) ανήθικος, αισχρός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰσχρὸς + -εργὸς < ἔργον.
ΠΑΡ. αἰσχρουργία, αἰσχρουργῶ].