αισθητική: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
(2)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>1.</b> η [[επιστήμη]] που επισημαίνει και εξετάζει το καλό, το [[ωραίο]] στη [[φύση]] ή στην [[τέχνη]]<br /><b>2.</b> η [[αντίληψη]] [[κάθε]] ανθρώπου για το [[ωραίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> [[αισθητική]], θηλ. του επιθ. [[αισθητικός]], <b>[[πρβλ]].</b> γερμ. <i>Aesthetik</i><br />ο όρος [[αισθητική]] ως [[φιλοσοφικός]] όρος, [[κατά]] τον Κουμανούδη, πλάστηκε από τον Γερμανό Μπαουμγκάρτεν (<i>Baumgarten</i>) [[περί]] τα [[μέσα]] του 19ου αιώνα].
|mltxt=η<br /><b>1.</b> η [[επιστήμη]] που επισημαίνει και εξετάζει το καλό, το [[ωραίο]] στη [[φύση]] ή στην [[τέχνη]]<br /><b>2.</b> η [[αντίληψη]] [[κάθε]] ανθρώπου για το [[ωραίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> [[αισθητική]], θηλ. του επιθ. [[αισθητικός]], πρβλ. γερμ. <i>Aesthetik</i><br />ο όρος [[αισθητική]] ως [[φιλοσοφικός]] όρος, [[κατά]] τον Κουμανούδη, πλάστηκε από τον Γερμανό Μπαουμγκάρτεν (<i>Baumgarten</i>) [[περί]] τα [[μέσα]] του 19ου αιώνα].
}}
}}

Revision as of 10:20, 23 December 2018

Greek Monolingual

η
1. η επιστήμη που επισημαίνει και εξετάζει το καλό, το ωραίο στη φύση ή στην τέχνη
2. η αντίληψη κάθε ανθρώπου για το ωραίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αισθητική, θηλ. του επιθ. αισθητικός, πρβλ. γερμ. Aesthetik
ο όρος αισθητική ως φιλοσοφικός όρος, κατά τον Κουμανούδη, πλάστηκε από τον Γερμανό Μπαουμγκάρτεν (Baumgarten) περί τα μέσα του 19ου αιώνα].