ἠλιθιάζω: Difference between revisions
From LSJ
(16) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἠλιθιάζω]] (Α) [[ηλίθιος]]<br />[[μιλώ]] ή φέρομαι ηλίθια, [[ανοηταίνω]]. | |mltxt=[[ἠλιθιάζω]] (Α) [[ηλίθιος]]<br />[[μιλώ]] ή φέρομαι ηλίθια, [[ανοηταίνω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἠλῐθῐάζω:''' [[μιλώ]] ή [[ενεργώ]] με ανόητο ή άμυαλο τρόπο, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:28, 30 December 2018
English (LSJ)
A speak or act idly, foolishly, Ar.Eq.1124.
German (Pape)
[Seite 1161] thöricht, dumm handeln od. reden, Ggstz von φρονεῖν, Ar. Equ. 1120, Schol. ἀνοηταίνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἠλῐθιάζω: ὁμιλῶ ἢ φέρομαι ἀνοήτως, μωρῶς, ἀνοηταίνω, μωραίνω, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1124.
French (Bailly abrégé)
faire ou dire des sottises.
Étymologie: ἠλίθιος.
Greek Monolingual
ἠλιθιάζω (Α) ηλίθιος
μιλώ ή φέρομαι ηλίθια, ανοηταίνω.
Greek Monotonic
ἠλῐθῐάζω: μιλώ ή ενεργώ με ανόητο ή άμυαλο τρόπο, σε Αριστοφ.