ημερεύω: Difference between revisions

From LSJ

πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced

Source
(16)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἡμερεύω]] (Α) [[ημέρα]]<br /><b>1.</b> [[περνώ]] την [[ημέρα]] μου, [[διημερεύω]] [[κάπου]] («ἡμερεύσαντες ἔν τινι τόπῳ ἐρήμῳ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[ταξιδεύω]] όλη την [[ημέρα]], [[οδοιπορώ]] όλη την [[ημέρα]]<br /><b>3.</b> [[εργάζομαι]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ἡμερεύω]] ἐν πόνοισιν» — [[περνώ]] τις ημέρες μου με κόπους (<b>Ευρ.</b>).———————— <b>(II)</b><br />και [[μερεύω]] [[ήμερος]]<br /><b>1.</b> [[τιθασεύω]], [[δαμάζω]], [[εξημερώνω]] («οι θηριοδαμαστές ημερεύουν τα θηρία»)<br /><b>2.</b> [[καταπραΰνω]], [[κατευνάζω]] («είδα και έπαθα να τον ημερέψω»)<br /><b>3.</b> [[γίνομαι]] [[ήμερος]], δαμάζομαι, εξημερώνομαι<br /><b>4.</b> καταπραΰνομαι, [[καθησυχάζω]]<br /><b>5.</b> εκπολιτίζομαι, εξανθρωπίζομαι.
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἡμερεύω]] (Α) [[ημέρα]]<br /><b>1.</b> [[περνώ]] την [[ημέρα]] μου, [[διημερεύω]] [[κάπου]] («ἡμερεύσαντες ἔν τινι τόπῳ ἐρήμῳ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[ταξιδεύω]] όλη την [[ημέρα]], [[οδοιπορώ]] όλη την [[ημέρα]]<br /><b>3.</b> [[εργάζομαι]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ἡμερεύω]] ἐν πόνοισιν» — [[περνώ]] τις ημέρες μου με κόπους (<b>Ευρ.</b>).<br /><b>(II)</b><br />και [[μερεύω]] [[ήμερος]]<br /><b>1.</b> [[τιθασεύω]], [[δαμάζω]], [[εξημερώνω]] («οι θηριοδαμαστές ημερεύουν τα θηρία»)<br /><b>2.</b> [[καταπραΰνω]], [[κατευνάζω]] («είδα και έπαθα να τον ημερέψω»)<br /><b>3.</b> [[γίνομαι]] [[ήμερος]], δαμάζομαι, εξημερώνομαι<br /><b>4.</b> καταπραΰνομαι, [[καθησυχάζω]]<br /><b>5.</b> εκπολιτίζομαι, εξανθρωπίζομαι.
}}
}}

Latest revision as of 13:06, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
ἡμερεύω (Α) ημέρα
1. περνώ την ημέρα μου, διημερεύω κάπου («ἡμερεύσαντες ἔν τινι τόπῳ ἐρήμῳ», Ξεν.)
2. ταξιδεύω όλη την ημέρα, οδοιπορώ όλη την ημέρα
3. εργάζομαι κατά τη διάρκεια της ημέρας
4. φρ. «ἡμερεύω ἐν πόνοισιν» — περνώ τις ημέρες μου με κόπους (Ευρ.).
(II)
και μερεύω ήμερος
1. τιθασεύω, δαμάζω, εξημερώνω («οι θηριοδαμαστές ημερεύουν τα θηρία»)
2. καταπραΰνω, κατευνάζω («είδα και έπαθα να τον ημερέψω»)
3. γίνομαι ήμερος, δαμάζομαι, εξημερώνομαι
4. καταπραΰνομαι, καθησυχάζω
5. εκπολιτίζομαι, εξανθρωπίζομαι.