τοιχοποιία: Difference between revisions
From LSJ
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
(12) |
(41) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=toixopoii/a | |Beta Code=toixopoii/a | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[τειχ-]] (which is v.l.), <span class="bibl">Ph.<span class="title">Bel.</span>81.34</span>.</span> | |Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[τειχ-]] (which is v.l.), <span class="bibl">Ph.<span class="title">Bel.</span>81.34</span>.</span> | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΑ [[τοιχοποιός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατασκευή]], [[κτίσιμο]] τοίχου, [[τοιχοδομία]]<br /><b>2.</b> [[λιθοδομή]]<br /><b>3.</b> <b>συνεκδ.</b> το κτισμένο [[μέρος]] ενός κτηρίου<br /><b>αρχ.</b><br />(εσφ. γρφ.) [[τειχοποιία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A = τειχ- (which is v.l.), Ph.Bel.81.34.
Greek Monolingual
η, ΝΑ τοιχοποιός
νεοελλ.
1. κατασκευή, κτίσιμο τοίχου, τοιχοδομία
2. λιθοδομή
3. συνεκδ. το κτισμένο μέρος ενός κτηρίου
αρχ.
(εσφ. γρφ.) τειχοποιία.