ζάχρυσος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ζάχρυσος]], -ον (Α)<br />[[πλούσιος]] σε χρυσό («[[ζάχρυσος]] Θρῃκία», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χρυσός]].
|mltxt=[[ζάχρυσος]], -ον (Α)<br />[[πλούσιος]] σε χρυσό («[[ζάχρυσος]] Θρῃκία», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χρυσός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ζάχρῡσος:''' -ον, αυτός που είναι [[πλούσιος]] σε [[χρυσάφι]], που αφθονεί σε χρυσό, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 23:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζάχρῡσος Medium diacritics: ζάχρυσος Low diacritics: ζάχρυσος Capitals: ΖΑΧΡΥΣΟΣ
Transliteration A: záchrysos Transliteration B: zachrysos Transliteration C: zachrysos Beta Code: za/xrusos

English (LSJ)

ον,

   A rich in gold, Θρῃκία, ἐμπολά, E.Alc.498, IT1111 (lyr.): in late Prose, Lib.Or.11.140.

German (Pape)

[Seite 1136] reich an Gold, Θρῃκία Eur. Alc. 501, δώματα Rhes. 439, ἐμπολή, Gold einbringender Verkauf, I. T. 1101, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ζάχρῡσος: -ον, πλούσιος εἰς χρυσόν, πολύχρυσος, Εὐρ. Ἀλκ. 498, Ι. Τ. 1111.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
rempli d’or.
Étymologie: ζα-, χρυσός.

Greek Monolingual

ζάχρυσος, -ον (Α)
πλούσιος σε χρυσό («ζάχρυσος Θρῃκία», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα- + χρυσός.

Greek Monotonic

ζάχρῡσος: -ον, αυτός που είναι πλούσιος σε χρυσάφι, που αφθονεί σε χρυσό, σε Ευρ.