πολύχρυσος

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύχρῡσος Medium diacritics: πολύχρυσος Low diacritics: πολύχρυσος Capitals: ΠΟΛΥΧΡΥΣΟΣ
Transliteration A: polýchrysos Transliteration B: polychrysos Transliteration C: polychrysos Beta Code: polu/xrusos

English (LSJ)

πολύχρυσον,
A rich in gold, of persons, cities, etc., Μυκήνη Il.11.46, cf. S.El.9; Ὄλυμπος B.10.4; δῶμα, of Delphi, Pi.P. 4.53; of Dolon, Il.10.315; Γύγης Archil.25.1, cf. A.Pers.3 (anap.), etc.: rarely in Prose, π. ἀνήρ X.Cyr.3.2.25, cf. Ph.2.30, al., Jul.Or.2.93d; φρούριον Plu.Pomp.36 (Sup.); of Croesus, Pittac. ap. D.L.1.81 (Sup.).
II as epithet of Aphrodite, = χρύσεος, Hes.Op.521, Fr. 143.3, h.Ven.1.

German (Pape)

[Seite 677] goldreich, reich an Gold, an goldenen Gefäßen; Δόλων, Il. 10, 315; πόλις, 18, 289; auch Hes. O. 523 Th. 980 Sc. 847; δῶμα, Pind. P. 4, 53; θάλαμος, 9, 69; νάπη, 6, 8. Auch Aphrodite heißt so, die Goldgeschmückte, H. h. Ven. 1. 9. 65 (vgl. χρύσεος); Gyges, Archil. 2; οἶκος Ζανός, Eur. Hipp. 68, u. öfter; στρατιά, der Perser, Aesch. Pers. 9; Σάρδεις, 45; Βαβυλών, 53; Μυκῆναι, Soph. El. 9; Πυθών, O. R. 151; sp. D., wie Coluth. 283, Priamus; auch in Prosa, Xen. Cyr. 3, 2, 25 u. Sp., wie οἱ πολύχρυσοι Luc. Nigr. 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
abondant en or.
Étymologie: πολύς, χρυσός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύχρυσος -ον [πολύς, χρυσός] rijk aan goud, zeer rijk:; πολύχρυσος Μυκήνη het goudrijke Mycene Od. 3.304; gouden (epithet van Aphrodite). Hes. Op. 521.

Russian (Dvoretsky)

πολύχρυσος:
1 обильный золотом, имеющий много золота (πόλις Hom.; δῶμα Pind.; ἀνήρ Xen.);
2 сверкающий золотом (Ἀφροδίτη Hes.; στρατιά Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύχρῡσος: -ον, ὁ πλούσιος εἰς χρυσόν, ἔχων πολὺν χρυσόν, ἐπὶ ἀνθρώπων, πόλεων κλπ., Ὅμ. (ἴδε πολύχαλκοςΜυκήνη Ἰλ. Λ. 46· ἐπὶ τοῦ Δόλωνος, Κ. 315· οὕτω παρὰ Πινδ. Π. 4. 94, Αἰσχύλ. Πέρσ. 3. 9, 45, Σοφ. Ἠλ. 9, κτλ.· σπανίως ἐν τῇ πεζογραφίᾳ, π. ἀνὴρ Ξεν. Κύρ. 3. 2, 25· ― ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 519, ἐπὶ τῆς Ἀφροδίτης, ἡ μὲ χρυσὸν κεκοσμημένη καὶ οὕτως ἐνίοτε ὕστερον ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὰ πλούσια ἀναθήματα καὶ ἄλλοτε πρὸς τὸ κάλλος αὐτῆς, ὡς τὸ χρυσέη, Λατ. aurea Venus.

English (Slater)

πολύχρῡσος, -ον rich in gold “πολυχρύσῳ ποτ' ἐν δώματι” (P. 4.53) ἐν πολυχρύσῳ Ἀπολλωνίᾳ νάπᾳ (P. 6.8) θαλάμῳ δὲ μίγεν ἐν πολυχρύσῳ Λιβύας (P. 9.69) πελάγει δ' ἐν πολυχρύσοιο πλούτου (Mitscherlich: -ύσου codd.) fr. 124. 6. τοὺς δ' ἐν πολυχρύσοις θαλάμοις βιοτά (sc. εὐφραίνει) fr. 221. 3.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύχρυσος, -ον, ΝΑ
1. (για πρόσ. και τόπους, πόλεις, οικήματα) αυτός που έχει πολύ χρυσό, πολύ πλούτο, βαθύπλουτος (α. «παλάτια πολύχρυσα», Ζερβ.
β. «Κροῖσος πολυχρυσότατος», Πιττ.
γ. «Μυκήνας τὰς πολυχρύσους ὁρᾱν», Σοφ.)
2. (το θηλ. ως προσωνυμία της Αφροδίτης) (είτε αναφορικά με τα πλούσια αναθήματα είτε αναφορικά προς την ομορφιά της) στολισμένη με χρυσάφι, χρυσοστόλιστη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + χρυσός (πρβλ. ολιγόχρυσος)].

Greek Monotonic

πολύχρῡσος: -ον, πλούσιος σε χρυσάφι, σε Όμηρ.· λέγεται για την Αφροδίτη, Λατ. aurea Venus, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

πολύ-χρῡσος, ον,
rich in gold, Hom.; of Aphrodite, Lat. aurea Venus, Hes.

English (Woodhouse)

rich, rich in gold

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)