ἡνιοποιεῖον: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡνιοποιεῑον, τὸ (Α) [[ηνιοποιός]]<br />[[εργαστήριο]] κατασκευής χαλινών.
|mltxt=ἡνιοποιεῑον, τὸ (Α) [[ηνιοποιός]]<br />[[εργαστήριο]] κατασκευής χαλινών.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἡνιοποιεῖον:''' τό ([[ποιέω]]), [[εργαστήριο]] παραγωγής χαλιναριών, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 23:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡνιοποιεῖον Medium diacritics: ἡνιοποιεῖον Low diacritics: ηνιοποιείον Capitals: ΗΝΙΟΠΟΙΕΙΟΝ
Transliteration A: hēniopoieîon Transliteration B: hēniopoieion Transliteration C: iniopoieion Beta Code: h(niopoiei=on

English (LSJ)

τό,

   A saddler's shop, X.Mem.4.2.8.

German (Pape)

[Seite 1172] τό, Sattlerwerkstatt, Xen. Hem. 4, 2, 8. Von

Greek (Liddell-Scott)

ἡνιοποιεῖον: τό, ἐργαστήριον χαλινῶν, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 8.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
atelier de sellerie (propr. de bride).
Étymologie: ἡνία, ποιέω.

Greek Monolingual

ἡνιοποιεῑον, τὸ (Α) ηνιοποιός
εργαστήριο κατασκευής χαλινών.

Greek Monotonic

ἡνιοποιεῖον: τό (ποιέω), εργαστήριο παραγωγής χαλιναριών, σε Ξεν.