ἡμιστρόγγυλος: Difference between revisions
From LSJ
(16) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἡμιστρόγγυλος]], -ον (Α)<br />[[κατά]] το ήμισυ [[στρογγυλός]], μισοστρόγγυλος. | |mltxt=[[ἡμιστρόγγυλος]], -ον (Α)<br />[[κατά]] το ήμισυ [[στρογγυλός]], μισοστρόγγυλος. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἡμιστρόγγῠλος:''' -ον, ο κατά το ήμισυ [[στρογγυλός]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A half-round, Id.Ocyp. 97.
German (Pape)
[Seite 1170] halbrund, Luc. Ocyp. 98.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιστρόγγῠλος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ στρογγύλος, τομή Λουκ. Ὠκυπ. 97.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à moitié rond.
Étymologie: ἡμι-, στρογγύλος.
Greek Monolingual
ἡμιστρόγγυλος, -ον (Α)
κατά το ήμισυ στρογγυλός, μισοστρόγγυλος.
Greek Monotonic
ἡμιστρόγγῠλος: -ον, ο κατά το ήμισυ στρογγυλός, σε Λουκ.