ιεροφάντης: Difference between revisions
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
(17) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ (Α [[ἱεροφάντης]] και ιων. τ. [[ἱροφάντης]], θηλ. [[ἱεροφάντις]] και [[ἱεροφάντρια]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[βαθύς]] [[μύστης]] κάποιας επιστήμης ή τέχνης, την οποία ασκεί ευσυνείδητα σαν [[ιεροτελεστία]] (α. «[[ιεροφάντης]] της ιατρικής» β. «[[ιεροφάντης]] της τέχνης»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διδάσκει την [[τάξη]] τών θυσιών και της λατρείας (α. «[[ἱεροφάντης]]<br />[[μυσταγωγός]], ὁ [[ἱερεύς]] ὁ τὰ μυστήρια δεικνύων», <b>Ησύχ.</b><br />β. «ἱεροφάνται τῶν χθονίων θεῶν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανώτατος]] [[ιερατικός]] [[άρχοντας]] της λατρείας της Δήμητρας και της Κόρης στην Ελευσίνα<br /><b>3.</b> <b>επιγρ.</b> [[ένας]] [[θρησκευτικός]] [[άρχοντας]] στην Αθήνα<br /><b>4.</b> (στη [[Ρώμη]]) α) ο [[αρχιερέας]] (pontifex)<br />β) ο [[μέγας]] [[αρχιερέας]] (pontifex maximus)<br /><b>5.</b> ο [[αρχιερέας]] τών Εβραίων<br /><b>6.</b> (για τους χριστιανούς) ο [[ιερέας]]<br /><b>7.</b> [[μυστικός]] [[εξηγητής]], [[ερμηνευτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>φαντης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]])<br / | |mltxt=ὁ (Α [[ἱεροφάντης]] και ιων. τ. [[ἱροφάντης]], θηλ. [[ἱεροφάντις]] και [[ἱεροφάντρια]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[βαθύς]] [[μύστης]] κάποιας επιστήμης ή τέχνης, την οποία ασκεί ευσυνείδητα σαν [[ιεροτελεστία]] (α. «[[ιεροφάντης]] της ιατρικής» β. «[[ιεροφάντης]] της τέχνης»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διδάσκει την [[τάξη]] τών θυσιών και της λατρείας (α. «[[ἱεροφάντης]]<br />[[μυσταγωγός]], ὁ [[ἱερεύς]] ὁ τὰ μυστήρια δεικνύων», <b>Ησύχ.</b><br />β. «ἱεροφάνται τῶν χθονίων θεῶν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανώτατος]] [[ιερατικός]] [[άρχοντας]] της λατρείας της Δήμητρας και της Κόρης στην Ελευσίνα<br /><b>3.</b> <b>επιγρ.</b> [[ένας]] [[θρησκευτικός]] [[άρχοντας]] στην Αθήνα<br /><b>4.</b> (στη [[Ρώμη]]) α) ο [[αρχιερέας]] (pontifex)<br />β) ο [[μέγας]] [[αρχιερέας]] (pontifex maximus)<br /><b>5.</b> ο [[αρχιερέας]] τών Εβραίων<br /><b>6.</b> (για τους χριστιανούς) ο [[ιερέας]]<br /><b>7.</b> [[μυστικός]] [[εξηγητής]], [[ερμηνευτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>φαντης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]])<br />[[πρβλ]]. <i>συκο</i>-[[φάντης]], <i>υδρο</i>-[[φάντης]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:15, 23 August 2021
Greek Monolingual
ὁ (Α ἱεροφάντης και ιων. τ. ἱροφάντης, θηλ. ἱεροφάντις και ἱεροφάντρια)
νεοελλ.
μτφ. βαθύς μύστης κάποιας επιστήμης ή τέχνης, την οποία ασκεί ευσυνείδητα σαν ιεροτελεστία (α. «ιεροφάντης της ιατρικής» β. «ιεροφάντης της τέχνης»)
αρχ.
1. αυτός που διδάσκει την τάξη τών θυσιών και της λατρείας (α. «ἱεροφάντης
μυσταγωγός, ὁ ἱερεύς ὁ τὰ μυστήρια δεικνύων», Ησύχ.
β. «ἱεροφάνται τῶν χθονίων θεῶν», Ηρόδ.)
2. ανώτατος ιερατικός άρχοντας της λατρείας της Δήμητρας και της Κόρης στην Ελευσίνα
3. επιγρ. ένας θρησκευτικός άρχοντας στην Αθήνα
4. (στη Ρώμη) α) ο αρχιερέας (pontifex)
β) ο μέγας αρχιερέας (pontifex maximus)
5. ο αρχιερέας τών Εβραίων
6. (για τους χριστιανούς) ο ιερέας
7. μυστικός εξηγητής, ερμηνευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) + -φαντης (< φαίνω)
πρβλ. συκο-φάντης, υδρο-φάντης.