ἱεροσκοπία: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(17)
(2b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ (Α [[ἱεροσκοπία]] και ιων. τ. ἱεροσκοπίη) [[ιεροσκόπος]]<br />ιερομαντεία, [[μαντεία]] από τα σπλάχνα τών θυμάτων.
|mltxt=ἡ (Α [[ἱεροσκοπία]] και ιων. τ. ἱεροσκοπίη) [[ιεροσκόπος]]<br />ιερομαντεία, [[μαντεία]] από τα σπλάχνα τών θυμάτων.
}}
{{elru
|elrutext='''ἱεροσκοπία:''' ἡ наблюдение за внутренностями жертвенных животных, т. е. предсказывание (по ним) будущего Diod.
}}
}}

Revision as of 22:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱεροσκοπία Medium diacritics: ἱεροσκοπία Low diacritics: ιεροσκοπία Capitals: ΙΕΡΟΣΚΟΠΙΑ
Transliteration A: hieroskopía Transliteration B: hieroskopia Transliteration C: ieroskopia Beta Code: i(eroskopi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A divination by inspection of victims, ib.73, Iamb. VP19.93: Ion. -ιη Hp.Acut.8, Dioap.Orph.Fr.219.

Greek (Liddell-Scott)

ἱεροσκοπία: ἡ, μαντεία ἐκ τῶν σπλάγχνων θύματος, Λατ. haruspicina, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384.

Greek Monolingual

ἡ (Α ἱεροσκοπία και ιων. τ. ἱεροσκοπίη) ιεροσκόπος
ιερομαντεία, μαντεία από τα σπλάχνα τών θυμάτων.

Russian (Dvoretsky)

ἱεροσκοπία: ἡ наблюдение за внутренностями жертвенных животных, т. е. предсказывание (по ним) будущего Diod.