ἰνδαλμός: Difference between revisions
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
(17) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰνδαλμός]], ὁ (Α) [[ινδάλλομαι]]<br /><b>1.</b> το [[ίνδαλμα]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>Ἰνδαλμοί</i><br />[[τίτλος]] ποιήματος του Φλιασίου Τίμωνος. | |mltxt=[[ἰνδαλμός]], ὁ (Α) [[ινδάλλομαι]]<br /><b>1.</b> το [[ίνδαλμα]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>Ἰνδαλμοί</i><br />[[τίτλος]] ποιήματος του Φλιασίου Τίμωνος. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰνδαλμός:''' ὁ подобие, образ: Ἰνδαλμοί «Образы» (элегия скептического философа Тимона Флиунтского) Diog. L. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,= ἴνδαλμα, in pl., Hp.Ep.18: title of work by Timon, D.L.9.65,105.
German (Pape)
[Seite 1254] ὁ, = ἴνδαλμα, Arcad. p. 59, 3; bei D. L. 9, 65 Titel eines Gedichtes des Phliasiers Timon.
Greek (Liddell-Scott)
ἰνδαλμός: ὁ = ἴνδαλμα, ὄνομα ποιήματός τινος τοῦ Τίμωνος, Διογ. Λ. 9. 65, 105.
Greek Monolingual
ἰνδαλμός, ὁ (Α) ινδάλλομαι
1. το ίνδαλμα
2. στον πληθ. Ἰνδαλμοί
τίτλος ποιήματος του Φλιασίου Τίμωνος.
Russian (Dvoretsky)
ἰνδαλμός: ὁ подобие, образ: Ἰνδαλμοί «Образы» (элегия скептического философа Тимона Флиунтского) Diog. L.