Θρᾷσσα: Difference between revisions
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
(17) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[Θρᾷσσα]], -ᾷσσης, ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[Θραξ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλ. του [[Θρᾷξ]]. | |mltxt=[[Θρᾷσσα]], -ᾷσσης, ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[Θραξ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλ. του [[Θρᾷξ]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Θρᾷσσα:''' ἡ, Αττ. [[Θρᾷττα]], Τραγ. [[Θρᾷσσα]], Δωρ. [[Θρέϊσσα]] ([[Θρᾷξ]]), [[γυναίκα]] από τη Θράκη, σε Σοφ., κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ, Att. Θρᾷττα, Trag. Θρῇσσα, fem. of Θρᾷξ, S.Ant.589, E.Alc.967 (both lyr.): Θρήϊσσα λᾶας,= Θρᾳκίας λίθος, Nic.Th.45:— esp. as Subst.,
A Thracian slave-girl, Ar.Ach.273, Pl.Tht.174a, etc.: Θράϊσσα [ᾰ] Theoc.Ep.20.1; Ion. Θρέϊσσα Herod.1.79.
Greek (Liddell-Scott)
Θρᾷσσα: ἡ, Ἀττ. Θρᾷττα, Ἀριστοφ. Ἀχ. 273, κ. ἀλλ. Πλάτ. Θεαιτ. 174Α∙ Ἐπικ. Θρήϊσσα, Νικ. Θ. 45∙ Τραγ. Θρῇσσα, Σοφ. Ἀντ. 589, Εὐρ. Ἀλκ. 967∙ Δωρ. Θρέϊσσα, Θεόκρ. Ἐπιγρ. 18. 1: Θρᾳκία γυνή, Θρᾳκία δούλη. 2) εἶδος ἰχθύος καὶ ὀρνέου» Στέφ. Βυζ. ἐν λ. Θρᾴκη.
French (Bailly abrégé)
ης;
adj. f.
de Thrace ; subst. femme thrace.
Greek Monolingual
Θρᾷσσα, -ᾷσσης, ἡ (Α)
βλ. Θραξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του Θρᾷξ.
Greek Monotonic
Θρᾷσσα: ἡ, Αττ. Θρᾷττα, Τραγ. Θρᾷσσα, Δωρ. Θρέϊσσα (Θρᾷξ), γυναίκα από τη Θράκη, σε Σοφ., κ.λπ.