ἰατραλείπτης: Difference between revisions
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
(17) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰατραλείπτης]], ὁ (Α)<br />[[γιατρός]] που θεραπεύει με αλοιφές και εντριβές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιατρός]] <span style="color: red;">+</span> [[αλείπτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[αλείφω]])]. | |mltxt=[[ἰατραλείπτης]], ὁ (Α)<br />[[γιατρός]] που θεραπεύει με αλοιφές και εντριβές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιατρός]] <span style="color: red;">+</span> [[αλείπτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[αλείφω]])]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰᾱτρᾰλείπτης:''' ου (1) ὁ иатралипт (врач, лечащий втираниями) Plin. J. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ, (ἀλείφω)
A surgeon who practises by anointing, friction, and the like, Plin.Ep.10.5(4), Cels.1.1, Gal.13.104, Paul.Aeg.3.47:—hence ἰατρ-ᾰλειπτική (sc. τέχνη), practice of an ἰατραλείπτης, Plin.HN29.4.
German (Pape)
[Seite 1234] ὁ, ein Arzt, der durch Einreiben von Salben heilt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰᾱτρᾰλείπτης: -ου, ὁ, (ἀλείφω) ἰατρὸς θεραπεύων δι᾿ ἀλοιφῶν, ἐντριβῶν, κ. τ. τ., Πλιν. Ἐπ. 10. 4, Κέλσος· ἐντεῦθεν ἰᾱτρᾰλειπτική (δηλ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ ἰατραλείπτου, Πλίν. 29. 3.
Greek Monolingual
ἰατραλείπτης, ὁ (Α)
γιατρός που θεραπεύει με αλοιφές και εντριβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιατρός + αλείπτης (< αλείφω)].
Russian (Dvoretsky)
ἰᾱτρᾰλείπτης: ου (1) ὁ иатралипт (врач, лечащий втираниями) Plin. J.