ιώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will

Menander, Monostichoi, 223
(18)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ες (Α ἰῶδης, -ες) [[ίον]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του ίου, [[ιόχρους]], [[μενεξεδής]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ιώδες</i><br />α) το [[χρώμα]] που παράγεται από την [[ανάμιξη]] του ερυθρού και του κυανού, ως οπτικών αισθημάτων<br />β) [[είδος]] τών ιωδών χρωστικών, με φαρμακευτικές ιδιότητες (α. «κρυσταλλικό ιώδες» β. «ιώδες της γεντιανής»).———————— <b>(II)</b><br />-ες (Α [[ἰώδης]], -ες) [<i>ιός</i> IV]<br /><b>1.</b> σκουριασμένος<br /><b>2.</b> [[δηλητηριώδης]]<br /><b>3.</b> (μτφ., για πρόσ.) [[φαρμακερός]], [[κακεντρεχής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πικρός]], [[στυφός]], [[δριμύς]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ες (Α ἰῶδης, -ες) [[ίον]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του ίου, [[ιόχρους]], [[μενεξεδής]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ιώδες</i><br />α) το [[χρώμα]] που παράγεται από την [[ανάμιξη]] του ερυθρού και του κυανού, ως οπτικών αισθημάτων<br />β) [[είδος]] τών ιωδών χρωστικών, με φαρμακευτικές ιδιότητες (α. «κρυσταλλικό ιώδες» β. «ιώδες της γεντιανής»).<br /><b>(II)</b><br />-ες (Α [[ἰώδης]], -ες) [<i>ιός</i> IV]<br /><b>1.</b> σκουριασμένος<br /><b>2.</b> [[δηλητηριώδης]]<br /><b>3.</b> (μτφ., για πρόσ.) [[φαρμακερός]], [[κακεντρεχής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πικρός]], [[στυφός]], [[δριμύς]].
}}
}}

Latest revision as of 13:55, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
-ες (Α ἰῶδης, -ες) ίον
1. αυτός που έχει το χρώμα του ίου, ιόχρους, μενεξεδής
2. το ουδ. ως ουσ. το ιώδες
α) το χρώμα που παράγεται από την ανάμιξη του ερυθρού και του κυανού, ως οπτικών αισθημάτων
β) είδος τών ιωδών χρωστικών, με φαρμακευτικές ιδιότητες (α. «κρυσταλλικό ιώδες» β. «ιώδες της γεντιανής»).
(II)
-ες (Α ἰώδης, -ες) [ιός IV]
1. σκουριασμένος
2. δηλητηριώδης
3. (μτφ., για πρόσ.) φαρμακερός, κακεντρεχής
αρχ.
πικρός, στυφός, δριμύς.