ἐγκέλευστος: Difference between revisions
From LSJ
(10) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐγκέλευστος]], -ον (Α)<br />[[εγκάθετος]], διαταγμένος, [[βαλτός]]. | |mltxt=[[ἐγκέλευστος]], -ον (Α)<br />[[εγκάθετος]], διαταγμένος, [[βαλτός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐγκέλευστος:''' -ον, παροτρυμένος, αυτός που έχει προσταχθεί, αυτός που έχει δεχθεί [[διαταγή]], διατεταγμένος, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:28, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A urged on, ὑπό τινος X.An. 1.3.13.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκέλευστος: -ον, ἐγκελευσθείς, διαταχθείς, «βαλμένος», Ξεν. Ἀν. 1. 3, 13.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a reçu un ordre, ordonné.
Étymologie: ἐγκελεύω.
Spanish (DGE)
-ον
• Grafía: graf. ἐκκ- Synes.Ep.73 (p.132)
1 animado, apremiado, instigado de pers. ἀνίσταντο ... ὑπ' ἐκείνου ἐγκέλευστοι X.An.1.3.13, ὑπὸ Κύρου X.Cyr.5.5.39, cf. D.H.4.12, κατήγορος Synes.l.c.
2 dirigido θρῆνος ἐ. I.BI 2.6.
Greek Monolingual
ἐγκέλευστος, -ον (Α)
εγκάθετος, διαταγμένος, βαλτός.
Greek Monotonic
ἐγκέλευστος: -ον, παροτρυμένος, αυτός που έχει προσταχθεί, αυτός που έχει δεχθεί διαταγή, διατεταγμένος, σε Ξεν.