ἡβηδόν: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡβηδόν]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[κατά]] την εφηβική [[ηλικία]] («ἅπαντες [[ἡβηδόν]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> από την εφηβική [[ηλικία]] και [[πάνω]] («τοὺς ἄνδρας ἡβηδὸν ἀποσφάξαι», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ήβη</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. επιρρ. -<i>δόν</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βαθμη</i>-<i>δόν</i>, <i>σχε</i>-<i>δόν</i>)].
|mltxt=[[ἡβηδόν]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[κατά]] την εφηβική [[ηλικία]] («ἅπαντες [[ἡβηδόν]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> από την εφηβική [[ηλικία]] και [[πάνω]] («τοὺς ἄνδρας ἡβηδὸν ἀποσφάξαι», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ήβη</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. επιρρ. -<i>δόν</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βαθμη</i>-<i>δόν</i>, <i>σχε</i>-<i>δόν</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἡβηδόν:''' επίρρ., από τη νεανική [[ηλικία]] και πάνω, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 21:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡβηδόν Medium diacritics: ἡβηδόν Low diacritics: ηβηδόν Capitals: ΗΒΗΔΟΝ
Transliteration A: hēbēdón Transliteration B: hēbēdon Transliteration C: ividon Beta Code: h(bhdo/n

English (LSJ)

Adv.

   A from the youth upwards, ἅπαντες ἡβηδόν Hdt.1.172, cf. 6.21, Luc.Vit.Auct.14,al.; ἄξιον Ἐφεσίοις ἡ. ἀπάγξασθαι Heraclit.121; τοὺς ἄνδρας ἡ. ἀποσφάξαι D.S.3.54, cf. D.H.2.16,al.

German (Pape)

[Seite 1149] jugendlich; ἐνδύντες τὰ ὅπλα πάντες ἡβηδόν Her. 1, 172, indem alle, die im Jugendalter standen, die ganze waffenfähige Mannschaft, die Waffen ergriffen; Μιλήσιοι πάντες ἡβηδὸν ἀπεκείραντο τὰς κεφαλάς 6, 21, die ganze Jugend schor sich den Kopf; Sp., τοὺς ἄνδρας ἡβηδὸν ἀποσφάξαι D. Sic. 3, 54; ἐγὼ δὲ κέλομαι πᾶσιν ἡβηδὸν οἰμώζειν Luc. vit. auct. 14; Tim. 37; Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἡβηδόν: ἐπίρρ., ἀπὸ τῆς νεανικῆς ἡλικίας καὶ ἐπάνω, πάντες ἡβηδὸν Ἡρόδ. 1. 172., 6. 21, πρβλ. Λουκ. Β. Πρ. 14 κ. ἀλλ.˙ τοὺς ἄνδρας ἡβ. ἀποσφάξαι Διόδ. 3. 54.

French (Bailly abrégé)

adv.
dans l’âge de la jeunesse, dans l’âge où l’on porte les armes.
Étymologie: ἥβη, -δον.

Greek Monolingual

ἡβηδόν (Α)
επίρρ.
1. κατά την εφηβική ηλικία («ἅπαντες ἡβηδόν», Ηρόδ.)
2. από την εφηβική ηλικία και πάνω («τοὺς ἄνδρας ἡβηδὸν ἀποσφάξαι», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήβη + κατάλ. επιρρ. -δόν (πρβλ. βαθμη-δόν, σχε-δόν)].

Greek Monotonic

ἡβηδόν: επίρρ., από τη νεανική ηλικία και πάνω, σε Ηρόδ.