ζυγή: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
(16)
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ζυγή]], ἡ (AM)<br />[[ζεύγος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(ως όργανο βασανισμού) [[ζυγός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζευγνύω]]. Μτγν. τ. που εμφανίζει τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ζυγ</i>- του θ. <i>ζευγ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[φεύγω]] &GT; [[φυγή]])].
|mltxt=[[ζυγή]], ἡ (AM)<br />[[ζεύγος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(ως όργανο βασανισμού) [[ζυγός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζευγνύω]]. Μτγν. τ. που εμφανίζει τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ζυγ</i>- του θ. <i>ζευγ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[φεύγω]] > [[φυγή]])].
}}
}}

Revision as of 15:15, 15 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῠγή Medium diacritics: ζυγή Low diacritics: ζυγή Capitals: ΖΥΓΗ
Transliteration A: zygḗ Transliteration B: zygē Transliteration C: zygi Beta Code: zugh/

English (LSJ)

ἡ,

   A pair, PSI3.225.4 (vi A.D.); faggot, ib.5.481.4 (v/vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 1140] ἡ, das Paar, Sp.

Greek Monolingual

ζυγή, ἡ (AM)
ζεύγος
αρχ.
(ως όργανο βασανισμού) ζυγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζευγνύω. Μτγν. τ. που εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα ζυγ- του θ. ζευγ- (πρβλ. φεύγω > φυγή)].