ζυγή

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῠγή Medium diacritics: ζυγή Low diacritics: ζυγή Capitals: ΖΥΓΗ
Transliteration A: zygḗ Transliteration B: zygē Transliteration C: zygi Beta Code: zugh/

English (LSJ)

ἡ, pair, PSI3.225.4 (vi A.D.); faggot, ib.5.481.4 (v/vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 1140] ἡ, das Paar, Sp.

Greek Monolingual

ζυγή, ἡ (AM)
ζεύγος
αρχ.
(ως όργανο βασανισμού) ζυγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζευγνύω. Μτγν. τ. που εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα ζυγ- του θ. ζευγ- (πρβλ. φεύγω > φυγή)].