διφθέρινος: Difference between revisions
From LSJ
ἡμέραν δ' ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη → day after day you cast your dice in war against the Argives, day by day you make your throw adventuring war against the Argives
(9) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[διφθέρινος]], -η, -ον)<br />ο κατασκευασμένος από [[διφθέρα]], [[δερμάτινος]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[διφθέρινος]], -η, -ον)<br />ο κατασκευασμένος από [[διφθέρα]], [[δερμάτινος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διφθέρινος:''' -η, -ον, κατασκευασμένος από κατεργασμένο [[δέρμα]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:08, 30 December 2018
English (LSJ)
η, ον,
A of tanned leather, σχεδίαι X.An.2.4.28; πλοῖα Str. 3.3.7.
German (Pape)
[Seite 645] von Fellen, ledern; σχεδίαι Xen. An. 2, 4, 28; πλοῖα Strab. 3, 3, 7.
Greek (Liddell-Scott)
διφθέρινος: -η, -ον, ἐκ κατειργασμένου δέρματος κατεσκευασμένος, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 28, Στράβων 155.
French (Bailly abrégé)
η, ου;
de peau, de cuir.
Étymologie: διφθέρα.
Spanish (DGE)
-η, -ον
de piel curtida σχεδίαι X.An.2.4.28, πλοῖα Str.3.3.7.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α διφθέρινος, -η, -ον)
ο κατασκευασμένος από διφθέρα, δερμάτινος.
Greek Monotonic
διφθέρινος: -η, -ον, κατασκευασμένος από κατεργασμένο δέρμα, σε Ξεν.