καταποικίλλω: Difference between revisions
(19) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταποικίλλω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[διακοσμώ]] [[κάτι]] με στολίδια, με χρώματα ή με ποικίλους τρόπους<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για λόγο) [[στολίζω]], [[διακοσμώ]], [[ομορφαίνω]]<br /><b>3.</b> (για εξιστόρηση) [[παραθέτω]] επεισόδια, ανέκδοτα κ.λπ. | |mltxt=[[καταποικίλλω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[διακοσμώ]] [[κάτι]] με στολίδια, με χρώματα ή με ποικίλους τρόπους<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για λόγο) [[στολίζω]], [[διακοσμώ]], [[ομορφαίνω]]<br /><b>3.</b> (για εξιστόρηση) [[παραθέτω]] επεισόδια, ανέκδοτα κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατα-ποικίλλω bont beschilderen:. ὑπὸ τῶν γραφέων τὰ ἱερὰ ἡμῖν καταπεποίκιλται onze tempels zijn door de schilders bont beschilderd Plat. Euthyph. 6c. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:48, 31 December 2018
English (LSJ)
A deck with various colours or in divers modes, mottle, τὸ σῶμα Pl.Ti.85a; θάλαμος, ὃν αἱ Χάριτες κατεποίκιλαν Men.Rh. p.407S.; διττὰ ὑφάσματα Ph.2.226:—Pass., ὑπὸ τῶν γραφέων τὰ ἱερὰ ἡμῖν καταπεποίκιλται Pl.Euthphr.6c; ὀροφὴ ἀστέρας καταπεποικιλμένη D.S.1.47. 2 metaph., of style, κ. τὸν λόγον Isoc. 13.16, Phld. Rh.1.167S.; also κ. τὰ γεγενημένα, of historians, Agath.Praef. p.136D.
German (Pape)
[Seite 1371] mannigfaltig, bunt machen, ausschmücken; τὸ σῶμα Plat. Tim. 85 a; vom Maler, Euthyphr. 6 d; πᾶς τόπος κηρογραφίᾳ καταπεποίκιλτο Callixen. bei Ath. V, 204 b; eigenthümlich ὀροφὴ ἀστέρας ἐν κυανῷ καταπεποικιλμένη, mit Sternen geschmückt, D. Sic. 1, 47.
Greek (Liddell-Scott)
καταποικίλλω: κοσμῶ διὰ διαφόρων χρωμάτων ἢ κατὰ ποικίλους τρόπους, διαποικίλλω, τὸ σῶμα Πλατ. Τίμ. 85A.― Παθ., τὰ ἱερὰ ἡμῖν καταπεποίκιλται ὑπὸ τῶν ἀγαθῶν γραφέων ὁ αὐτ. ἐν Εὐθύφρονι 6D· ὀροφὴ ἀστέρας ἐν κυανῷ καταπεποικιλμένη Διόδ. 1. 47· πᾶς τόπος κηρογραφίᾳ κατεπεποίκιλτο Ἀθήν. 204Β· ἴδε ἐν λέξει κηρογραφία·― περὶ τοῦ λόγου, ἡ λαλιὰ χαίρει ἁβρότητι καταποικίλλεσθαι Walz. Ρήτορ. 9. 257.
Greek Monolingual
καταποικίλλω (Α)
1. διακοσμώ κάτι με στολίδια, με χρώματα ή με ποικίλους τρόπους
2. μτφ. (για λόγο) στολίζω, διακοσμώ, ομορφαίνω
3. (για εξιστόρηση) παραθέτω επεισόδια, ανέκδοτα κ.λπ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-ποικίλλω bont beschilderen:. ὑπὸ τῶν γραφέων τὰ ἱερὰ ἡμῖν καταπεποίκιλται onze tempels zijn door de schilders bont beschilderd Plat. Euthyph. 6c.