κάταντα: Difference between revisions

From LSJ

Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich

Menander, Monostichoi, 528
(19)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κάταντα]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[προς]] τα [[κάτω]], κατηφορικά («πολλὰ δ' [[ἄναντα]] [[κάταντα]] πάραντά τε δόχμιά τ' [[ἦλθον]]» — πήγαν [[προς]] τα [[πάνω]], [[προς]] τα [[κάτω]], [[παράμερα]] και [[λοξά]], <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄντα]] «[[απέναντι]], [[κατά]] [[πρόσωπο]]»].
|mltxt=[[κάταντα]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[προς]] τα [[κάτω]], κατηφορικά («πολλὰ δ' [[ἄναντα]] [[κάταντα]] πάραντά τε δόχμιά τ' [[ἦλθον]]» — πήγαν [[προς]] τα [[πάνω]], [[προς]] τα [[κάτω]], [[παράμερα]] και [[λοξά]], <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄντα]] «[[απέναντι]], [[κατά]] [[πρόσωπο]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κάταντα:''' επίρρ., κατωφερικά, προς τα [[κάτω]], κατηφορικά, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 23:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάταντα Medium diacritics: κάταντα Low diacritics: κάταντα Capitals: ΚΑΤΑΝΤΑ
Transliteration A: kátanta Transliteration B: katanta Transliteration C: katanta Beta Code: ka/tanta

English (LSJ)

Adv.

   A downhill, πολλὰ δ' ἄναντα κ. πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον Il.23.116, cf. Luc.Merc.Cond.26: c. gen., below, prob. in PFlor.370.7 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1366] adv. zu κατάντης, bergab; πολλὰ δ ἄναντα, κάταντα, πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον Il. 23, 116; danach Luc. de merc. cond. 26.

Greek (Liddell-Scott)

κάταντα: Ἐπίρρ. (ἐκ τοῦ κατάντης) κατωφερικῶς, πρὸς τὰ κάτω, ἐν τῷ περιφήμῳ στίχῳ πολλὰ δ’ ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ’ ἦλθον Ἰλ. Ψ. 116.

French (Bailly abrégé)

adv.
en descendant ; ἄναντα καὶ κάταντα LUC par monts et par vaux.
Étymologie: κατά, ἄντα, cf. κατάντης.

English (Autenrieth)

(κατάντης): adv., downhill, Il. 23.116†.

Greek Monolingual

κάταντα (Α)
επίρρ. προς τα κάτω, κατηφορικά («πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον» — πήγαν προς τα πάνω, προς τα κάτω, παράμερα και λοξά, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἄντα «απέναντι, κατά πρόσωπο»].

Greek Monotonic

κάταντα: επίρρ., κατωφερικά, προς τα κάτω, κατηφορικά, σε Ομήρ. Ιλ.