κατατρώγω: Difference between revisions

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
(19)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=((AM [[κατατρώγω]])<br />(επιτ. τ. του [[τρώγω]])<br /><b>1.</b> [[τρώγω]] [[κάτι]] [[μέχρι]] τέλους, εντελώς<br /><b>2.</b> [[καταβροχθίζω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[βασανίζω]] εξαντλητικά, [[κατατρύχω]] (α. «τον κατατρώγει ο [[φθόνος]]» β. «κατατρωγόμενος κόλακι, θηρίῳ ὑπούλῳ», Ευστάθ.)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[ασωτεύω]], [[σπαταλώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> (για [[φωτιά]]) [[κατακαίω]].
|mltxt=((AM [[κατατρώγω]])<br />(επιτ. τ. του [[τρώγω]])<br /><b>1.</b> [[τρώγω]] [[κάτι]] [[μέχρι]] τέλους, εντελώς<br /><b>2.</b> [[καταβροχθίζω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[βασανίζω]] εξαντλητικά, [[κατατρύχω]] (α. «τον κατατρώγει ο [[φθόνος]]» β. «κατατρωγόμενος κόλακι, θηρίῳ ὑπούλῳ», Ευστάθ.)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[ασωτεύω]], [[σπαταλώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> (για [[φωτιά]]) [[κατακαίω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατατρώγω:''' μέλ. <i>-τρώξομαι</i>, αόρ. βʹ <i>κατ-έτρᾰγον</i>, [[ροκανίζω]], [[μασουλώ]], [[τραγανίζω]] σε κομμάτια, [[κατατρώγω]], σε Αριστοφ.· με γεν., σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 23:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατατρώγω Medium diacritics: κατατρώγω Low diacritics: κατατρώγω Capitals: ΚΑΤΑΤΡΩΓΩ
Transliteration A: katatrṓgō Transliteration B: katatrōgō Transliteration C: katatrogo Beta Code: katatrw/gw

English (LSJ)

fut. -

   A τρώξομαι Cratin.143: aor. 2 κατέτρᾰγον Ar.Ach. 809:—eat up, esp. fruits and vegetables, ll.cc., Thphr.HP9.11.9, LXXPr.24.23 (29.27), Theoc.5.115, Luc.Apol.5: c. gen., Plu.Art.3, etc.: aor. 1 part. κατατρώξαντες Timo 66.6:—Pass., Arist.Pr.925a31.

Greek (Liddell-Scott)

κατατρώγω: μέλλ. -τρώξομαι: ἀόρ. β΄ κατέτρᾰγον· καταρροκανίζω, κυρίως περὶ σκληρῶν καὶ τραγανῶν φαγητῶν, ἐπὶ τῶν ὠμῶν, τῶν χόρτων καὶ τῶν καρπῶν, τρώγων καταναλίσκω, τὸν ὀπτότατον κατατρώξομαι Κρατῖν. ἐν «Ὀδυσσεῦσι» 5· τὰς ἰσχάδας κατέτραγον Ἀριστοφ. Ἀχ. 809· τοὺς κλάδους κ. Αἰλ. π. Ζ 17. 17· μετὰ γεν., μήλου κυδωνίου κ. Πλουτ. Ἀρτοξ. 3, κτλ.· ἀόρ. α΄ κατατρώξαντες Τίμων. Ἀποσπ. 7·- Παθ., Ἀριστ. Προβλ. 20. 22, 1· καὶ μεταφρ., κατατρωγόμενος κόλακι, θηρίῳ ὑπούλῳ Εὐσταθ. Πονημ. 83, 91.

French (Bailly abrégé)

f. κατατρώξομαι, ao.2 κατέτραγον;
dévorer, manger, acc. ou gén..
Étymologie: κατά, τρώγω.

Greek Monolingual

((AM κατατρώγω)
(επιτ. τ. του τρώγω)
1. τρώγω κάτι μέχρι τέλους, εντελώς
2. καταβροχθίζω
3. μτφ. βασανίζω εξαντλητικά, κατατρύχω (α. «τον κατατρώγει ο φθόνος» β. «κατατρωγόμενος κόλακι, θηρίῳ ὑπούλῳ», Ευστάθ.)
4. μτφ. ασωτεύω, σπαταλώ
νεοελλ.
μτφ. (για φωτιά) κατακαίω.

Greek Monotonic

κατατρώγω: μέλ. -τρώξομαι, αόρ. βʹ κατ-έτρᾰγον, ροκανίζω, μασουλώ, τραγανίζω σε κομμάτια, κατατρώγω, σε Αριστοφ.· με γεν., σε Πλούτ.