αὐτοκατάκριτος: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
(7)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αὐτοκατάκριτος]], -ον (AM) [[κατακρίνω]]<br />[[εκείνος]] του οποίου τα έργα επισύρουν την [[κατάκριση]], ο αξιοκατάκριτος.
|mltxt=[[αὐτοκατάκριτος]], -ον (AM) [[κατακρίνω]]<br />[[εκείνος]] του οποίου τα έργα επισύρουν την [[κατάκριση]], ο αξιοκατάκριτος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''αὐτοκατάκρῐτος:''' -ον ([[κατακρίνω]]), αυτός που κατακρίνει, καταδικάζει τον εαυτό του, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 21:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοκατάκρῐτος Medium diacritics: αὐτοκατάκριτος Low diacritics: αυτοκατάκριτος Capitals: ΑΥΤΟΚΑΤΑΚΡΙΤΟΣ
Transliteration A: autokatákritos Transliteration B: autokatakritos Transliteration C: aftokatakritos Beta Code: au)tokata/kritos

English (LSJ)

ον,

   A self-condemned, Ep.Tit.3.11, Ph.2.652.

German (Pape)

[Seite 397] durch sich selbst verurtheilt, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοκατάκρῐτος: -ον, ὁ ἀφ’ ἑαυτοῦ κατακρινόμενος, Ἐπιστ. π. Τιτ. γʹ, 11, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se condamne soi-même.
Étymologie: αὐτός, κατακρίνω.

Spanish (DGE)

-ον
1 que se condena a sí mismo αἱρετικὸς ἄνθρωπος Ep.Tit.3.11.
2 adv. -ως como condenándose a sí mismo τίς δὲ κοσμήσει τὸν αὐ. ἑαυτὸν διαστρέφοντα; Epiph.Const.Haer.42.11.

English (Strong)

from αὐτός and a derivative or κατακρίνω; self-condemned: condemned of self.

English (Thayer)

ἀυτοκατακριτον (αὐτός, κατακρίνω), self-condemned: Winer's Grammar, § 34,3)).

Greek Monolingual

αὐτοκατάκριτος, -ον (AM) κατακρίνω
εκείνος του οποίου τα έργα επισύρουν την κατάκριση, ο αξιοκατάκριτος.

Greek Monotonic

αὐτοκατάκρῐτος: -ον (κατακρίνω), αυτός που κατακρίνει, καταδικάζει τον εαυτό του, σε Καινή Διαθήκη