κλυδάζομαι: Difference between revisions
From LSJ
(20) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κλυδάζομαι]] (Α)<br />[[κλυδωνίζομαι]] («κατὰ τοῡτο γὰρ [[πύον]] ξυνίσταται, καὶ συνιστάμενον εἴ τις σείῃ τὸ [[σῶμα]], κλυδάζεται καὶ ζόφον παρέχει», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλύδων]]. Η αιτ. [[κλύδα]] ενός υποτιθέμενου ουσ. <i>κλυς</i>, που μαρτυρείται στον Νίκανδρο και από το οποίο θα μπορούσε να παράγεται το ρ., [[είναι]] [[μάλλον]] αρχαΐζων [[νεολογισμός]]]. | |mltxt=[[κλυδάζομαι]] (Α)<br />[[κλυδωνίζομαι]] («κατὰ τοῡτο γὰρ [[πύον]] ξυνίσταται, καὶ συνιστάμενον εἴ τις σείῃ τὸ [[σῶμα]], κλυδάζεται καὶ ζόφον παρέχει», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλύδων]]. Η αιτ. [[κλύδα]] ενός υποτιθέμενου ουσ. <i>κλυς</i>, που μαρτυρείται στον Νίκανδρο και από το οποίο θα μπορούσε να παράγεται το ρ., [[είναι]] [[μάλλον]] αρχαΐζων [[νεολογισμός]]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κλυδάζομαι [κλύζω] geneesk. pulseren. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:12, 31 December 2018
English (LSJ)
A fluctuate, of the fluid in pleurisy, Hp.Loc.Hom.14; of cranes flying, Max.Tyr.12.3.
German (Pape)
[Seite 1456] = κλυδωνίζομαι, Hippocr., Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κλῠδάζομαι: κλυδωνίζομαι, Ἱππ. 415. 11, Μάξιμ. Τύρ. 12. 3.
Greek Monolingual
κλυδάζομαι (Α)
κλυδωνίζομαι («κατὰ τοῡτο γὰρ πύον ξυνίσταται, καὶ συνιστάμενον εἴ τις σείῃ τὸ σῶμα, κλυδάζεται καὶ ζόφον παρέχει», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλύδων. Η αιτ. κλύδα ενός υποτιθέμενου ουσ. κλυς, που μαρτυρείται στον Νίκανδρο και από το οποίο θα μπορούσε να παράγεται το ρ., είναι μάλλον αρχαΐζων νεολογισμός].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλυδάζομαι [κλύζω] geneesk. pulseren.