κατερυκάνω: Difference between revisions
From LSJ
(20) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατερυκάνω]] (Α)<br />(παρεκτεταμ. τ. του [[κατερύκω]]) [[κρατώ]] [[πίσω]], [[εμποδίζω]], [[αναχαιτίζω]]. | |mltxt=[[κατερυκάνω]] (Α)<br />(παρεκτεταμ. τ. του [[κατερύκω]]) [[κρατώ]] [[πίσω]], [[εμποδίζω]], [[αναχαιτίζω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κατερῡκάνω:''' [ᾰ], = το επόμ., σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:04, 30 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], lengthd. form of
A κατερύκω, μή μ' ἐθέλοντ' ἰέναι κατερύκανε Il.24.218.
German (Pape)
[Seite 1397] = Folgdm, Il. 24, 218, wie Orph. Arg. 645, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
κατερῡκάνω: ᾰ ἐκτεταμένος τύπος τοῦ ἑπομ., μή μ’ ἐθέλοντ’ ἰέναι κατερύκανε Ἰλ. Ω. 218.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf;
c. κατερύκω.
Greek Monolingual
κατερυκάνω (Α)
(παρεκτεταμ. τ. του κατερύκω) κρατώ πίσω, εμποδίζω, αναχαιτίζω.
Greek Monotonic
κατερῡκάνω: [ᾰ], = το επόμ., σε Ομήρ. Ιλ.