κατότι: Difference between revisions

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατότι]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> <b>ιων. τ.</b> [[καθότι]] ή καθ' ότι.
|mltxt=[[κατότι]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> <b>ιων. τ.</b> [[καθότι]] ή καθ' ότι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατότι:''' επίρρ., Ιων. αντί <i>καθ-ότι</i> ή καθ' [[ὅτι]].
}}
}}

Revision as of 21:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατότι Medium diacritics: κατότι Low diacritics: κατότι Capitals: ΚΑΤΟΤΙ
Transliteration A: katóti Transliteration B: katoti Transliteration C: katoti Beta Code: kato/ti

English (LSJ)

Adv., Ion. for καθότι or καθ' ὅ τι.

German (Pape)

[Seite 1405] ion. = καθότι, d. i. καθ' ὅ τι.

Greek (Liddell-Scott)

κατότι: Ἐπίρρ. Ἰων. ἀντὶ τοῦ καθότι ἢ καθ’ ὅ τι.

French (Bailly abrégé)

ion. c. καθότι.

Greek Monolingual

κατότι (Α)
επίρρ. ιων. τ. καθότι ή καθ' ότι.

Greek Monotonic

κατότι: επίρρ., Ιων. αντί καθ-ότι ή καθ' ὅτι.