κλισίηθεν: Difference between revisions
From LSJ
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
(20) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κλισίηθεν]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> από την [[καλύβα]], έξω από την πρόχειρη [[κατοικία]] («τὴν δὲ [[νέον]] [[κλισίηθεν]] ἔβαν κήρυκες ἄγοντες κούρην Βρισῆος», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλισία]] / -<i>η</i> <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>θεν</i>, δηλωτική της προελεύσεως και από τόπου κινήσεως]. | |mltxt=[[κλισίηθεν]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> από την [[καλύβα]], έξω από την πρόχειρη [[κατοικία]] («τὴν δὲ [[νέον]] [[κλισίηθεν]] ἔβαν κήρυκες ἄγοντες κούρην Βρισῆος», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλισία]] / -<i>η</i> <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>θεν</i>, δηλωτική της προελεύσεως και από τόπου κινήσεως]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κλῐσίηθεν:''' επίρρ., έξω από ή από μια [[καλύβα]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:08, 30 December 2018
English (LSJ)
Adv.
A out of or from the hut, Il.1.391, etc.
German (Pape)
[Seite 1455] aus der Hütte, aus dem Zelte, Il. 1, 391 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
κλῐσίηθεν: Ἐπίρρ. ἐκ καλύβης, Ἰλ. Α. 391, κτλ.· πρβλ. κλισία Ι.
French (Bailly abrégé)
adv.
hors de la tente.
Étymologie: κλισίη, -θεν.
English (Autenrieth)
from the hut, from the barrack.
Greek Monolingual
κλισίηθεν (Α)
επίρρ. από την καλύβα, έξω από την πρόχειρη κατοικία («τὴν δὲ νέον κλισίηθεν ἔβαν κήρυκες ἄγοντες κούρην Βρισῆος», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλισία / -η + επιρρμ. κατάλ. -θεν, δηλωτική της προελεύσεως και από τόπου κινήσεως].
Greek Monotonic
κλῐσίηθεν: επίρρ., έξω από ή από μια καλύβα, σε Ομήρ. Ιλ.