κουλτούρα: Difference between revisions
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
(21) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br /><b>1.</b> ο [[πνευματικός]] [[πολιτισμός]], η πολιτιστική [[παράδοση]], έντεχη ή και λαϊκή, ενός έθνους<br /><b>2.</b> πνευματική [[ανάπτυξη]], [[καλλιέργεια]], [[παιδεία]], [[μόρφωση]]<br /><b>3.</b> (ειρωνικά) επιδεικτική [[παρουσίαση]] γνώσεων και εξεζητημένο [[ενδιαφέρον]] για πνευματικά και καλλιτεχνικά θέματα, διανοουμενισμός.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. ξεν. προελεύσεως, | |mltxt=η<br /><b>1.</b> ο [[πνευματικός]] [[πολιτισμός]], η πολιτιστική [[παράδοση]], έντεχη ή και λαϊκή, ενός έθνους<br /><b>2.</b> πνευματική [[ανάπτυξη]], [[καλλιέργεια]], [[παιδεία]], [[μόρφωση]]<br /><b>3.</b> (ειρωνικά) επιδεικτική [[παρουσίαση]] γνώσεων και εξεζητημένο [[ενδιαφέρον]] για πνευματικά και καλλιτεχνικά θέματα, διανοουμενισμός.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. ξεν. προελεύσεως, [[πρβλ]]. ιταλ. <i>cultura</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>cultura</i> «[[καλλιέργεια]]» <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>colo</i> «[[καλλιεργώ]], [[εργάζομαι]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:50, 23 August 2021
Greek Monolingual
η
1. ο πνευματικός πολιτισμός, η πολιτιστική παράδοση, έντεχη ή και λαϊκή, ενός έθνους
2. πνευματική ανάπτυξη, καλλιέργεια, παιδεία, μόρφωση
3. (ειρωνικά) επιδεικτική παρουσίαση γνώσεων και εξεζητημένο ενδιαφέρον για πνευματικά και καλλιτεχνικά θέματα, διανοουμενισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. ιταλ. cultura < λατ. cultura «καλλιέργεια» < λατ. colo «καλλιεργώ, εργάζομαι»].