κόμβος: Difference between revisions

From LSJ

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
(21)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[κόμβος]])<br /><b>βλ.</b> [[κόμπος]] (II).
|mltxt=ο (AM [[κόμβος]])<br /><b>βλ.</b> [[κόμπος]] (II).
}}
{{elru
|elrutext='''κόμβος:''' ὁ перевязь, пояс (ср. [[ἐγκομβόομαι]]).
}}
}}

Revision as of 06:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόμβος Medium diacritics: κόμβος Low diacritics: κόμβος Capitals: ΚΟΜΒΟΣ
Transliteration A: kómbos Transliteration B: kombos Transliteration C: komvos Beta Code: ko/mbos

English (LSJ)

ὁ,

   A roll, band, girth, Anon. ap. Suid.; cf. κομποθηλαία.    II pl., = γομφίοι, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1477] ὁ, Band od. Schleife, Etwas damit zu gürten, zu befestigen, erst Sp., die auch das Verbum κομβόω haben, = einen Knoten od. eine Schleife machen. – Vgl. ἐγκομβόομαι. – Davon auch

Greek (Liddell-Scott)

κόμβος: ὁ, «κόμπος», κομπόδεμα, δεσμὸς «ὁ κόμβος τῶν δύο χειριδίων ὅταν τις δήσῃ ἐπὶ τὸν ἴδιον τράχηλον» Ἀνών. παρὰ Σουΐδ., Ἀρχ. Μαθ. σ. 47· ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κόμβους· ὀδόντας γομφίους». ― Ὑποκορ. κομβίον, τό, ἴδε Δουκάγγ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
bandeau, ceinture.
Étymologie: DELG mot techn. sans étym.

Greek Monolingual

ο (AM κόμβος)
βλ. κόμπος (II).

Russian (Dvoretsky)

κόμβος: ὁ перевязь, пояс (ср. ἐγκομβόομαι).