κέντωρ: Difference between revisions

From LSJ

ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low

Source
(20)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κέντωρ]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> ο [[ηνίοχος]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που κεντά, που τρυπάει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέντρον]] με αντίστροφη [[παραγωγή]]].
|mltxt=[[κέντωρ]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> ο [[ηνίοχος]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που κεντά, που τρυπάει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέντρον]] με αντίστροφη [[παραγωγή]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κέντωρ:''' -ορος, ὁ ([[κεντέω]]), αυτός που κεντρίζει, [[ηνίοχος]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 23:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κέντωρ Medium diacritics: κέντωρ Low diacritics: κέντωρ Capitals: ΚΕΝΤΩΡ
Transliteration A: kéntōr Transliteration B: kentōr Transliteration C: kentor Beta Code: ke/ntwr

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A goader, driver, κέντορες ἵππων Il.4.391, 5.102, cf. APl.4.358; κ. παρδαλίων AP7.578 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 1419] ορος, ὁ, der Stachler, ἵππων, Antreiber, Il. 4, 391. 5, 102 u. sp. D., wie Ep. athl. stat. 29 (Plan. 368); παρδαλίων Agath. 92 (VII, 578); bei Nonn. Io. 19, 191 auch fem., ἡ κέντωρ λόγχη.

Greek (Liddell-Scott)

κέντωρ: -ορος, ὁ, ὁ κεντῶν, ἡνίοχος, κέντορες ἵππων Ἰλ. Δ. 391, Ε. 102, πρβλ. Ἀνθ. Πλαν. 358. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., κεντῶν, διατρυπῶν, κέντορι λόγχῃ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 19. 37· μύθῳ αὐτόθι 8. 150 (278).

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
qui pique de l’aiguillon, qui aiguillonne.
Étymologie: κεντέω.

English (Autenrieth)

ορος: goader; κέντορες ἵππων, epith. of Cadmaeans and Trojans. (Il.)

Greek Monolingual

κέντωρ, ὁ (Α)
1. ο ηνίοχος
2. ως επίθ. αυτός που κεντά, που τρυπάει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον με αντίστροφη παραγωγή].

Greek Monotonic

κέντωρ: -ορος, ὁ (κεντέω), αυτός που κεντρίζει, ηνίοχος, σε Ομήρ. Ιλ.