κρεανόμος: Difference between revisions

From LSJ

δυοῖν κακοῖν προκειμένοιν τὸ μὴ χεῖρον βέλτιστον → the lesser of two evils, the less bad thing of a pair of bad things, better the devil you know, better the devil you know than the devil you don't, better the devil you know than the devil you don't know, better the devil you know than the one you don't, better the devil you know than the one you don't know, the devil that you know is better than the devil that you don't know, the devil we know is better than the devil we don't, the devil we know is better than the devil we don't know, the devil you know is better than the devil you don't

Source
(21)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρεανόμος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που διανέμει το [[κρέας]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που κατακρεουργεί, που κατασπαράσσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[νόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[νέμω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγορα</i>-[[νόμος]], <i>παιδο</i>-[[νόμος]].
|mltxt=[[κρεανόμος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που διανέμει το [[κρέας]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που κατακρεουργεί, που κατασπαράσσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[νόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[νέμω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγορα</i>-[[νόμος]], <i>παιδο</i>-[[νόμος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κρεᾱνόμος:''' ὁ ([[νέμω]]), αυτός που διαμοιράζει τη [[σάρκα]] των θυσιών, [[κόφτης]] κρέατος, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 00:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεᾱνόμος Medium diacritics: κρεανόμος Low diacritics: κρεανόμος Capitals: ΚΡΕΑΝΟΜΟΣ
Transliteration A: kreanómos Transliteration B: kreanomos Transliteration C: kreanomos Beta Code: kreano/mos

English (LSJ)

ὁ, (νέμω)

   A one who distributes the flesh of victims, E.Cyc.245: as Adj., mangling, τέκνων Lyc.203, cf. 762.

Greek (Liddell-Scott)

κρεᾱνόμος: ὁ, (νέμω) ὁ διανέμων τὸ κρέας τῶν θυμάτων, Εὐρ. Κύκλ. 245· ― ὡς ἐπίθ., ὁ σπαράττων, τέκνων Λυκόφρ. 203, πρβλ. 762.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui distribue les chairs d’une victime;
2 qui coupe de la chair en morceaux.
Étymologie: κρέας, νέμω.

Greek Monolingual

κρεανόμος, ὁ (Α)
1. αυτός που διανέμει το κρέας
2. ως επίθ. αυτός που κατακρεουργεί, που κατασπαράσσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -νόμος (< νέμω), πρβλ. αγορα-νόμος, παιδο-νόμος.

Greek Monotonic

κρεᾱνόμος: ὁ (νέμω), αυτός που διαμοιράζει τη σάρκα των θυσιών, κόφτης κρέατος, σε Ευρ.