λαιμότμητος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
(22)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λαιμότμητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[κεφάλι]]) κομμένος από τον λαιμό («οὐ γὰρ τὸ [[λαιμότμητον]] εἰσορᾷς [[κάρα]] Γοργόνος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που συσφίγγει τον λαιμό, αυτός που πνίγει («ὡς ἐκρεμάσθην λαιμότμητα ἄχη», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαιμός]] <span style="color: red;">+</span> [[τμητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δορί</i>-<i>τμητος</i>, <i>χειρό</i>-<i>τμητος</i>].
|mltxt=[[λαιμότμητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[κεφάλι]]) κομμένος από τον λαιμό («οὐ γὰρ τὸ [[λαιμότμητον]] εἰσορᾷς [[κάρα]] Γοργόνος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που συσφίγγει τον λαιμό, αυτός που πνίγει («ὡς ἐκρεμάσθην λαιμότμητα ἄχη», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαιμός]] <span style="color: red;">+</span> [[τμητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δορί</i>-<i>τμητος</i>, <i>χειρό</i>-<i>τμητος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λαιμότμητος:''' -ον ([[τέμνω]]), αποκομμένος από τον λαιμό, αυτός που έχει κομμένο τον λαιμό, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 20:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαιμότμητος Medium diacritics: λαιμότμητος Low diacritics: λαιμότμητος Capitals: ΛΑΙΜΟΤΜΗΤΟΣ
Transliteration A: laimótmētos Transliteration B: laimotmētos Transliteration C: laimotmitos Beta Code: laimo/tmhtos

English (LSJ)

ον,

   A with the throat severed, κάρα E.Ph.455; λ. ἄχη cut-throat woes, Ar.Th.1054.

Greek (Liddell-Scott)

λαιμότμητος: -ον, ἀποκεχωρισμένος ἐκ τοῦ λαιμοῦ, κεκομμένος, κάρα Εὐρ. Φοίν. 455· λ. ἄχεα, τὸν λαιμὸν συσφίγγοντα, καταπνίγοντα, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1054· πρβλ. λαιμότομος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 détaché de la gorge;
2 qui sert la gorge (douleur).
Étymologie: λαιμός, τμητός.

Greek Monolingual

λαιμότμητος, -ον (Α)
1. (για κεφάλι) κομμένος από τον λαιμό («οὐ γὰρ τὸ λαιμότμητον εἰσορᾷς κάρα Γοργόνος», Ευρ.)
2. αυτός που συσφίγγει τον λαιμό, αυτός που πνίγει («ὡς ἐκρεμάσθην λαιμότμητα ἄχη», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + τμητός (< τέμνω), πρβλ. δορί-τμητος, χειρό-τμητος].

Greek Monotonic

λαιμότμητος: -ον (τέμνω), αποκομμένος από τον λαιμό, αυτός που έχει κομμένο τον λαιμό, σε Ευρ.