κυδήεις: Difference between revisions

From LSJ

ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all

Source
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυδήεις]], -εσσα, -εν, δωρ. [[κυδάεις]], -εσσα, -εν (Α) [[κύδος]]<br />[[ένδοξος]], [[περίφημος]].
|mltxt=[[κυδήεις]], -εσσα, -εν, δωρ. [[κυδάεις]], -εσσα, -εν (Α) [[κύδος]]<br />[[ένδοξος]], [[περίφημος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κῡδήεις:''' -εσσα, -εν ([[κῦδος]]), [[ένδοξος]], τιμημένος, [[αγλαός]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 00:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡδήεις Medium diacritics: κυδήεις Low diacritics: κυδήεις Capitals: ΚΥΔΗΕΙΣ
Transliteration A: kydḗeis Transliteration B: kydēeis Transliteration C: kydieis Beta Code: kudh/eis

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A glorious, δῶρα AP9.697, cf. Man.2.231: Dor. fem. κυδάεσσα [δᾱ], παρθένε IG+2(1).134.12 (Epid.).

German (Pape)

[Seite 1524] εσσα, εν, = κυδάλιμος; δῶρα, Byz. anath. 4 (IX, 697); καὶ ὄλβιοι, Man. 2, 231. 3, 183.

Greek (Liddell-Scott)

κῡδήεις: εσσα, εν, ἔνδοξος, δῶρα Ἀνθ. Π. 6. 697, πρβλ. Μανέθωνα 2. 231.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
illustre, glorieux, fameux.
Étymologie: κῦδος.

Greek Monolingual

κυδήεις, -εσσα, -εν, δωρ. κυδάεις, -εσσα, -εν (Α) κύδος
ένδοξος, περίφημος.

Greek Monotonic

κῡδήεις: -εσσα, -εν (κῦδος), ένδοξος, τιμημένος, αγλαός, σε Ανθ.