κυδάλιμος

From LSJ

Δίκαιος εἶναι μᾶλλον ἢ χρηστὸς θέλε → Benignus esse quaere, sed iustus magis → Gerecht zu sein sei mehr dein Wunsch als gutgesinnt

Menander, Monostichoi, 114
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡδάλιμος Medium diacritics: κυδάλιμος Low diacritics: κυδάλιμος Capitals: ΚΥΔΑΛΙΜΟΣ
Transliteration A: kydálimos Transliteration B: kydalimos Transliteration C: kydalimos Beta Code: kuda/limos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, also η, ον IG5(1).599 (Sparta): (κῦδος):—glorious, renowned, in Hom. epithet of heroes, Il.17.378, Od.14.206, al.; of nations, Il.6.184, 204; κυδάλιμον κῆρ a noble heart, of Agamemnon and Achilles, 10.16, 18.33; the suitor Eurymachus, Od. 21.247; the lion, Il.12.45; ἱερεῖς… τιμαῖς -ους Man.2.226.

German (Pape)

[Seite 1524] ον, ein eigenes fem. κυδαλίμα Inscr. 1409, auch Christod. ecphr. 410; ruhmvoll, berühmt, ehrenwert; Hom. von einzelnen Helden und ganzen Völkern, wie Il. 6, 181. 204; auch μέγα δ' ἔστενε κυδάλιμον κῆρ, das ed le Herz, Od. 21, 247, vgl. Il. 10, 16. 18, 33; sebst vom Herzen des Löwen, 12, 45. – Auch sp. D., wie Ep. ad. 655 (Plan. 21), Maneth. 2, 226.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
illustre.
Étymologie: κῦδος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυδάλιμος -ον [κῦδος] trots, fier:. κυδάλιμον κῆρ zijn trotse hart Il. 10.16.

Russian (Dvoretsky)

κῡδάλῐμος: (ᾰ)
1 славный, доблестный (Σόλυμοι, Θρασυμήδης Hom.);
2 благородный, мужественный (κῆρ Hom.).

Greek Monolingual

κυδάλιμος, -ον, θηλ. και -ίμη (Α)
1. ένδοξος, φημισμένος («δύο δ' oὔ πω φῶτε πεπύσθην, ἀνέρε κυδαλίμω», Ομ. Ιλ.)
2. φρ. «κυδάλιμον κῆρ» — ευγενής καρδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῡδος + επίθημα -άλιμος (βλ. κατάλ. -ιμος)].

Greek Monotonic

κυδάλιμος: [ᾰ], -ον (κῦδος), ένδοξος, φημισμένος, εκπληκτικός, τιμημένος, αγλαός, σε Όμηρ.

Greek (Liddell-Scott)

κῡδάλιμος: ᾰ, ον, ὡσαύτως η, ον, Ἐπιγρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1409· (κῦδος)· ― ἔνδοξος, πεφημισμένος, Ὁμηρ. ἐπίθ. τῶν ἡρώων, Ἰλ. Ρ. 378, Ὀδ. Ξ. 206, κτλ.· καὶ ὁλοκλήρων ἐθνῶν, ὡς ἐν Ἰλ. Ζ. 184, 204· ὡσαύτως, κυδάλιμον κῆρ, εὐγενὴς καρδία, τοῦ Ἀγαμέμνονος καὶ Ἀχιλλέως, Κ. 16., Σ. 33· ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ μνηστῆρος Εὐρυμάχου, Ὀδ. Φ. 247· ἐπὶ τῆς καρδίας τοῦ λέοντος, Ἰλ. Μ. 45. ― Πρβλ. κύδιμος, κύδιστος, κυρδός, κυδνός.

Middle Liddell

κυδᾰ́λιμος, ον κῦδος
glorious, renowned, famous, Hom.

Translations

famous

Afrikaans: beroemd; Albanian: famshëm, famëmadh; Arabic: مَشْهُور‎, شَهِير‎; Egyptian Arabic: مشهور‎; Armenian: հայտնի; Azerbaijani: tanınmış; Basque: famatu; Belarusian: вядомы; Bengali: বিখ্যাত, মশহুর, নামজাদা; Bulgarian: прочут, известен; Catalan: famós; Chinese Cantonese: 出名; Mandarin: 有名, 著名; Czech: slavný, proslulý, věhlasný; Danish: berømt; Dutch: beroemd; Esperanto: fama; Estonian: kuulus; Faroese: víðagitin; Finnish: kuuluisa; French: fameux, célèbre; Galician: de sona, famoso, afamado; Georgian: სახელოვანი, ცნობილი, სახელგანთქმული, სახელმოხვეჭილი; German: bekannt, berühmt; Greek: διάσημος, περίφημος; Ancient Greek: ἀγακλεής, ἀγακλειτός, ἀγακλήεις, ἀγακλυμένη, ἀγακλυτός, ἀγαυνός, ἀγλαός, ἀμφιβόητος, ἀμφιβῶτις, ἀνάγραπτος, ἀξιόλογος, ἀξιοφανής, ἀοίδιμος, ἀρίγνωτος, ἀριδείκετος, ἀρίδηλος, ἀρίζηλος, ἀριήκοος, ἀρίσημος, αὐδήεις, βαθύδοξος, βαθυκλεής, γνωτός, δακτυλόδεικτος, δημοαδής, δημολάλητος, διαβόητος, διάδηλος, διαθρύλλητος, διαλάλητος, διαπρεπής, διάσημος, διαφανής, διάφημος, διωνομασμένος, δόκιμος, ἐκβεβοημένος, ἐκπρεπής, ἐλλόγιμος, ἐμφανής, ἔνδοξος, ἐξάκουστος, ἐπάϊστος, ἐπιβόητος, ἐπικλεής, ἐπίσημος, ἐπιφανής, ἐπόψιος, ἐπώνυμος, ἐρικυδής, εὐδιαβόητος, εὐδόκιμος, εὔδοξος, εὐκλεής, εὐκλειής, ἐϋκλειής, εὔκλεινος, εὐφανής, κλεεννός, κλεινός, κλειτός, κλύμενος, κλυτός, κυδάλιμος, λαμπρός, λόγιμος, μεγακλεής, ὀνομαστός, περίβλεπτος, περιβόατος, περιβόητος, περίβωτος, περιθρύλητος, περίθρυλος, περικλήϊστος, περικλυτός, περίσαμος, περίσημος, περίφαντος, περιφήμιστος, περίφημος, περιώνυμος, πολυαίνετος, πολύαινος, πολύυμνος, πρεπτός, τηλεκλειτός, ὑμνούμενος, φαίδιμος, φαμιστός, φατός, φερεκυδής, φημιστός; Greenlandic: tusaamasaq; Hawaiian: kaulana; Hebrew: מפורסם‎; Hindi: मशहूर, नामदार; Hungarian: híres; Icelandic: frægur; Ido: famoza; Indonesian: terkenal, termahsyur; Interlingua: famose; Irish: cáiliúil; Italian: famoso; Japanese: 有名, 高名, 名高い; Kazakh: әйгілі, мәшһүр; Khmer: ល្បី; Korean: 유명한; Latin: famosus, inclitus, nobilis, notus; Latvian: slavens; Ligurian: famôzo; Lithuanian: garsus, įžymus, gerai žinomas; Luxembourgish: berühmt; Macedonian: познат; Malay: terkenal, masyhur; Malayalam: പ്രശസ്ത, പ്രശസ്തമായ, പേരുകേട്ട; Manchu: ᡤᡝᠪᡠᠩᡤᡝ; Mansaka: bantogan; Maori: rongonui; Mirandese: afamado, famoso; Mongolian: алдарт; Neapolitan: famuso; Nepali: प्रसिद्ध; Norman: fanmeux; Northern Sami: beakkálmas; Norwegian: berømt; Old English: hlīsful; Old Norse: ágætr; Ottoman Turkish: بللی‎; Persian: نامدار‎, مشهور‎, معروف‎; Plautdietsch: beriemt, huachberiemt; Polish: sławny, słynny; Portuguese: famoso, afamado, célebre; Romanian: celebru, faimos; Romansch: famus; Russian: известный; Scottish Gaelic: cliùiteach, ainmeil; Serbo-Croatian Cyrillic: познат; Roman: poznat; Slovak: slávny, známy; Slovene: slaven; Sorbian Lower Sorbian: znaty; Upper Sorbian: sławny; Spanish: famoso, célebre, afamado; Swedish: känd, berömd; Tagalog: kilala; Tarantino: famuse; Thai: มีชื่อเสียง, โด่งดัง; Tibetan: སྐད་གྲགས; Turkish: meşhur, ünlü; Ukrainian: відомий; Vietnamese: nổi tiếng, nổi danh; Welsh: enwog; West Frisian: ferneamde; Western Bukidnon Manobo: mevantug; Yakut: ааттаах