κυδήεις

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡδήεις Medium diacritics: κυδήεις Low diacritics: κυδήεις Capitals: ΚΥΔΗΕΙΣ
Transliteration A: kydḗeis Transliteration B: kydēeis Transliteration C: kydieis Beta Code: kudh/eis

English (LSJ)

κυδήεσσα, κυδήεν, glorious, δῶρα AP9.697, cf. Man.2.231: Dor. fem. κυδάεσσα [δᾱ], παρθένε IG+2(1).134.12 (Epid.).

German (Pape)

[Seite 1524] εσσα, εν, = κυδάλιμος; δῶρα, Byz. anath. 4 (IX, 697); καὶ ὄλβιοι, Man. 2, 231. 3, 183.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
illustre, glorieux, fameux.
Étymologie: κῦδος.

Russian (Dvoretsky)

κῡδήεις: ήεσσα, ῆεν славный (δῶρα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

κῡδήεις: εσσα, εν, ἔνδοξος, δῶρα Ἀνθ. Π. 6. 697, πρβλ. Μανέθωνα 2. 231.

Greek Monolingual

κυδήεις, -εσσα, -εν, δωρ. κυδάεις, -εσσα, -εν (Α) κύδος
ένδοξος, περίφημος.

Greek Monotonic

κῡδήεις: -εσσα, -εν (κῦδος), ένδοξος, τιμημένος, αγλαός, σε Ανθ.

Middle Liddell

κῡδήεις, εσσα, εν κῦδος
glorious, Anth.