διάβα: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(9)
 
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η και το<br /><b>1.</b> [[διάβαση]]<br /><b>2.</b> [[πέρασμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος [[ρηματικός]] [[τύπος]] <span style="color: red;"><</span> <b>μσν.</b> [[διάβα]] <span style="color: red;"><</span> [[διάβα]], προστακτική του [[διαβαίνω]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>το [[έβγα]], <i>το [[έμπα]])].
|mltxt=η και το<br /><b>1.</b> [[διάβαση]]<br /><b>2.</b> [[πέρασμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος [[ρηματικός]] [[τύπος]] <span style="color: red;"><</span> <b>μσν.</b> [[διάβα]] <span style="color: red;"><</span> [[διάβα]], προστακτική του [[διαβαίνω]] (<b>[[πρβλ]].</b> το [[έβγα]], το [[έμπα]])].
}}
}}

Revision as of 12:20, 14 January 2019

Greek Monolingual

η και το
1. διάβαση
2. πέρασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος ρηματικός τύπος < μσν. διάβα < διάβα, προστακτική του διαβαίνω (πρβλ. το έβγα, το έμπα)].