διάβα

From LSJ

Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt

Menander, Monostichoi, 564

Greek Monolingual

η και το
1. διάβαση
2. πέρασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος ρηματικός τύπος < μσν. διάβα < διάβα, προστακτική του διαβαίνω (πρβλ. το έβγα, το έμπα)].