κώμυς: Difference between revisions
οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)
(22) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κώμυς]], -υθος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[δεμάτι]], [[δέσμη]] («καὶ μαλακῷ χόρτοιο καλὰν κώμυθα [[δίδωμι]]», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κλάδος]] δάφνης<br /><b>3.</b> (και ως αρσ. στον πληθ.) <i>οἱ κώμυθες</i><br />τόποι όπου φύονται καλάμια, καλαμιώνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. στην εκτεταμένη-ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>q</i><i>ō</i><i>m</i>- της ΙΕ ρίζας <i>gem</i>- «[[συμπιέζω]], [[εμποδίζω]]» και συνδέεται πιθ. με τα [[κῶμος]], [[κώμη]], [[κημός]]. | |mltxt=[[κώμυς]], -υθος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[δεμάτι]], [[δέσμη]] («καὶ μαλακῷ χόρτοιο καλὰν κώμυθα [[δίδωμι]]», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κλάδος]] δάφνης<br /><b>3.</b> (και ως αρσ. στον πληθ.) <i>οἱ κώμυθες</i><br />τόποι όπου φύονται καλάμια, καλαμιώνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. στην εκτεταμένη-ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>q</i><i>ō</i><i>m</i>- της ΙΕ ρίζας <i>gem</i>- «[[συμπιέζω]], [[εμποδίζω]]» και συνδέεται πιθ. με τα [[κῶμος]], [[κώμη]], [[κημός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κώμῡς:''' -ῦθος, ἡ, [[δεμάτιο]] σανού, άχυρου, Λατ. [[manipulus]], σε Θεόκρ. (αμφίβ. προέλ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ῡθος, ἡ,
A bundle, truss of hay, etc., Cratin.299, Theoc.4.18: in pl., of bamboos, Agath.5.21. II branch of laurel, placed before the gates, Hsch. III κώμυς, ὁ, reed-bed, in pl., Thphr.HP4.11.1.
German (Pape)
[Seite 1545] υθος, 1) ἡ, Büschel, Bündel, χόρτοιο Theocr. 4, 18, Sp. – Nach Hesych. auch δάφνη, ἣν ἱστῶσι πρὸ τῶν πυλῶν. – 2) ὁ, eine Stelle, wo das Rohr mit den Wurzeln dicht verwachsen steht, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
κώμῡς: -ῡθος, ἡ, δέμα, δεμάτιον χόρτου, κτλ., Λατ. manipulus, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 157, Θεόκρ. 4, 18. ΙΙ. κλάδος δάφνης τεθειμένος πρὸ τῶν πυλῶν, Ἡσύχ. ΙΙΙ. κώμυς, ὁ, ἑλώδης τόπος ἔνθα κάλαμοι φύονται πυκνοὶ λίαν καὶ μὲ περιπεπλεγμένας ῥίζας, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 11, 1.
French (Bailly abrégé)
υθος (ὁ, ἡ)
1 ἡ κώμυς botte de fourrage;
2 ὁ κώμυς lieu planté de roseaux.
Étymologie: DELG étym. ignorée.
Greek Monolingual
κώμυς, -υθος, ἡ (Α)
1. δεμάτι, δέσμη («καὶ μαλακῷ χόρτοιο καλὰν κώμυθα δίδωμι», Θεόκρ.)
2. κλάδος δάφνης
3. (και ως αρσ. στον πληθ.) οἱ κώμυθες
τόποι όπου φύονται καλάμια, καλαμιώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. στην εκτεταμένη-ετεροιωμένη βαθμίδα qōm- της ΙΕ ρίζας gem- «συμπιέζω, εμποδίζω» και συνδέεται πιθ. με τα κῶμος, κώμη, κημός.
Greek Monotonic
κώμῡς: -ῦθος, ἡ, δεμάτιο σανού, άχυρου, Λατ. manipulus, σε Θεόκρ. (αμφίβ. προέλ.).