ἀναπετής: Difference between revisions

From LSJ

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source
(4)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀναπετής]], -ές (Α) [[ἀναπετάννυμι]]<br />[[ανοιχτός]], [[διάπλατος]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἀναπετής]], -ές (Α) [[ἀναπέτομαι]]<br />αυτός που [[πετά]], ο ιπτάμενος.
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀναπετής]], -ές (Α) [[ἀναπετάννυμι]]<br />[[ανοιχτός]], [[διάπλατος]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἀναπετής]], -ές (Α) [[ἀναπέτομαι]]<br />αυτός που [[πετά]], ο ιπτάμενος.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναπετής:''' поэт. [[ἀμπετής]] 2 досл. широко раскрытый, перен. рассеявшийся (ὡς [[κόνις]] Aesch.).
}}
}}

Revision as of 07:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπετής Medium diacritics: ἀναπετής Low diacritics: αναπετής Capitals: ΑΝΑΠΕΤΗΣ
Transliteration A: anapetḗs Transliteration B: anapetēs Transliteration C: anapetis Beta Code: a)napeth/s

English (LSJ)

ές, (πετάννυμι)

   A expanded, wide open, ἀδένες Hp.Gland.9; ὀφθαλμοί Aret.SA1.6.    II (πέτομαι), A.Supp.782 (in form ἀμπ-).

German (Pape)

[Seite 201] ές, weit geöffnet, Medic. ὀφθαλμοί

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπετής: -ές, ἀναπεπταμένος, πολὺ ἀνοικτός, «ὁλάνοικτος», ὀφθαλμοὶ Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 6· καὶ οὕτως ἀναγινώσκει ὁ Ἕρμαννος ἐν Αἰσχύλ. Ἱκ. 782 ἐν τῷ τύπῳ ἀμπετής.

Spanish (DGE)

-ές

• Alolema(s): tb. ἀμπετής Heliod.Ital.
abierto ἀδένες Hp.Gland.9, ὀφθαλμοί Aret.SA 1.7.4, ὄμμα Heliod.l.c.

Greek Monolingual

(I)
ἀναπετής, -ές (Α) ἀναπετάννυμι
ανοιχτός, διάπλατος.———————— (II)
ἀναπετής, -ές (Α) ἀναπέτομαι
αυτός που πετά, ο ιπτάμενος.

Russian (Dvoretsky)

ἀναπετής: поэт. ἀμπετής 2 досл. широко раскрытый, перен. рассеявшийся (ὡς κόνις Aesch.).